Αντίσταση στα Γιάννενα


Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Κρίση, φασιστικοποίηση και φασισμός

[ομιλία στην εκδήλωση της ΚΕΔΔΕ, «Το μνημονιακό τόξο, το φασιστικό βέλος και οι λαϊκές ελευθερίες στην εποχή μας», Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013]

του Μανόλη Αρκολάκη

Ι
Για ένα θέμα που επικεντρώνεται στον αυταρχισμό, την κρατική βία και τη φασιστική απειλή, δεν είναι δυνατόν να ξεκινήσω παρά με, τρόπον τινά, κοινότοπη αναφορά στις οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες. Το ζήτημα δηλαδή της κρίσης που ταλανίζει τις ζωές μας τα τελευταία χρόνια και έχει ανατρέψει άρδην τις συνθήκες που διέπουν τη διακυβέρνηση, την οικονομική εξέλιξη και τις κοινωνικές σχέσεις με τρόπο πρωτόγνωρο για τα μεταπολεμικά δεδομένα. Μια κρίση που εμφανίστηκε -ή αν θέλετε προβλήθηκε- σαν κρίση χρέους για την ελληνική περίπτωση, η ίδια όμως η πραγματικότητα και η διάρκειά της επιβεβαίωσαν όλους αυτούς που επέμεναν από την αρχή ότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά είναι τέτοια που καταδεικνύουν τη δομική της φύση. Για την ακρίβεια, πρόκειται για έξαρση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης που ξέσπασε το 1973 ως πετρελαϊκή κρίση και συνεχίζεται από τότε με εξάρσεις και υφέσεις, όπως φαίνεται από τις χρηματιστηριακές της εκφάνσεις. Εστιάζω στα δομικά χαρακτηριστικά της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης για να επιμείνω στην αδυναμία που έχει το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα να συνεχίζει να βρίσκει πρόσκαιρες διεξόδους μέσω κάποιας χρηματιστηριακής φούσκας ώστε να διαιωνίζεται από τη μία πλευρά η εκμετάλλευση και η υπερσυγκέντρωση κεφαλαίων και από την άλλη η δημιουργία κερδών χωρίς την ανάλογη οικονομική μεγέθυνση του πραγματικού παραγωγικού τομέα της οικονομίας. Χωρίς να θέλω να υπεισέλθω σε λεπτομερή επιχειρήματα, η συνεχιζόμενη από τη δεκαετία του 1960 πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους και η υπερσυσσώρευση κεφαλαίων καταδεικνύουν τα δομικά προβλήματα του καπιταλισμού με επακόλουθο, στη φάση που βρίσκεται, να οξύνονται πρώτα και κύρια οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, οι οποίες εκφράζονται με οικονομικούς ανταγωνισμούς και περιφερειακές πολεμικές συγκρούσεις, οι οποίες, όπως έχουν δείξει οι πρόσφατες περιπτώσεις, έχουν φτάσει πια στα όριά τους όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και τη δυνατότητα διεξόδου.

Αν η εφιαλτική προοπτική της γενικευμένης σύγκρουσης αρχίζει να διακρίνεται στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, η πολιτική που εφαρμόστηκε όλα αυτά τα χρόνια και οδήγησε σε αυτήν την κατάσταση όχι μόνο δεν έχει σταματήσει αλλά εφαρμόζεται με μεγαλύτερη ένταση. Την πολιτική αυτή την είδαμε ήδη από το 1975 να εφαρμόζεται πρώτα και κύρια στις ίδιες τις ΗΠΑ όπου οι διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία και το κράτος μπόρεσαν να υλοποιηθούν έχοντας ως βασική προϋπόθεση το χτύπημα του συνδικαλιστικού κινήματος, τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και του κράτους πρόνοιας καθώς και την ιδεολογική επίθεση με προβολή του συντηρητισμού και του αντικομμουνισμού. Όπως και αν ονομάσουμε αυτές τις πολιτικές (νεοφιλελευθερισμός, μιλιταριστικός κεϋνσιανισμός, με ή χωρίς τη μάσκα του ιδεολογήματος της παγκοσμιοποίησης), η ουσία είναι ότι πρόκειται για όξυνση του ταξικού πολέμου με πρωτοβουλία του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος που σημαδεύτηκε, ειδικά μετά το 1993, με την ολοκλήρωση της ήττας του επαναστατικού κινήματος. Ζούμε λοιπόν τη φάση μιας στροφής της σπειροειδούς πορείας με την επιθετικότητα του πληγωμένου συστήματος, την αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης, τη χρεοκοπία του μεταπολεμικού ρεφορμιστικού κινήματος και την αναγκαιότητα της ανάκαμψης ενός νέου κινήματος που θα μπορεί να ανατρέψει τους δυσμενείς όρους κάτω από τους οποίους διεξάγεται η σημερινή ταξική πάλη.

ΙΙ
Για την ελληνική περίπτωση, η όξυνση της κρίσης ανέδειξε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο όχι μόνο την εφαρμογή όλα αυτά τα χρόνια από όλες τις κυβερνήσεις (συντηρητικές και σοσιαλδημοκρατικές) της παραπάνω πολιτικής, αλλά και τις ιδιαίτερες επιπτώσεις της λόγω των εξαρτησιακών σχέσεων με τα διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΕΕ και ΝΑΤΟ). Από τη μία πλευρά, ήδη από τη δεκαετία του 1980, είχαμε το σταδιακό χτύπημα των εργατικών και συνδικαλιστικών κατακτήσεων, τη συρρίκνωση του έτσι κι αλλιώς αναιμικού κράτους πρόνοιας και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα τη μετάβαση από την παραδοσιακή κοινωνία της πειθάρχησης στην κοινωνία του ελέγχου. Τη διαδικασία αυτή μπορούμε να την ορίσουμε ως φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής αφού η προβολή του ατομισμού και του καταναλωτισμού επιδιώχθηκε με συγκεκριμένα ιδεολογικά πρότυπα που απαιτούσαν την ατομική υπερχρέωση μέσω του δανεισμού, την κυριαρχία του ιδιωτικού χώρου με την παράλληλη συρρίκνωση του δημόσιου χώρου ο οποίος πλέον παρακολουθείται και ελέγχεται παντοιοτρόπως με επίφαση την ατομική ασφάλεια και τον κίνδυνο της τρομοκρατίας. Αν αυτές οι πολιτικές δεν έγιναν άμεσα αντιληπτές ή δεν υλοποιήθηκαν στον ίδιο βαθμό που είχε γίνει στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, οφείλεται και στις εγγενείς αδυναμίες του ελληνικού αστικού κράτους και των μηχανισμών του αλλά κυρίως στην υπάρχουσα δυναμική ενός λαϊκού κινήματος που όχι μόνο είχε αντέξει αλλά και είχε δυναμώσει από την εμπειρία του μετεμφυλιακού κράτους και της επτάχρονης φασιστικής δικτατορίας. Ένα κίνημα όμως που είχε αρχίσει να αφοπλίζεται από τη μακρόχρονη κυριαρχία του ρεφορμισμού, την αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης, το ξεθώριασμα της κομμουνιστικής προοπτικής και την άμβλυνση της ικανότητας αντίστασης στην επιβολή των επιλογών της αστικής τάξης.
Από την άλλη πλευρά, η έξαρση της κρίσης από το 2008 και μετά κατέδειξε μία από τις βασικές διεργασίες που συντελούνται σε παγκόσμια κλίμακα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, το φαινόμενο της συσσώρευσης δια της υφαρπαγής από τις εξαρτημένες χώρες που παρουσιάζει χαρακτηριστικά τυπικής πρωταρχικής συσσώρευσης, όπως την ξέρουμε από την ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος, η οποία αν στην πρώιμη εξέλιξη του καπιταλισμού επέτρεψε την αλματώδη ανάπτυξή του, στη φάση του ιμπεριαλισμού, τόσο στη δεκαετία του 1930 όσο και σήμερα έχει κύριο σκοπό τη δημιουργία προϋποθέσεων για πλεονεκτική θέση των διαφόρων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην προοπτική της γενικευμένης σύγκρουσης. Αυτού του είδους όμως η συσσώρευση τόσο στην κλασική της μορφή όσο και στη σημερινή χαρακτηρίζεται πρώτα και κύρια από την έξαρση της βίας, αφού η βασική επιλογή είναι η απόσπαση όσον το δυνατόν περισσότερης απόλυτης και όχι σχετικής υπεραξίας. Η βία λοιπόν ξεκινά από τις ίδιες τις εργασιακές σχέσεις με την άγρια εκμετάλλευση (εντατικοποίηση, απλήρωτη υπερεργασία, μείωση των αποδοχών), τον εκβιασμό μέσω της τεράστιας ανεργίας, τις περικοπές των ασφαλιστικών δικαιωμάτων και την αντικατάστασή τους με τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, την επιδοτούμενη υποαπασχόληση, την υποτιθέμενη φιλανθρωπία των ΜΚΟ. Για να μπορέσει όμως να γίνει αποδεκτή αυτή η βία, απαιτείται η παραπέρα αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μαζών με τη βίαιη διάλυση κάθε συλλογικής έκφρασης (διάλυση της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής συγκρότησης, απαγόρευση απεργιών, πρόσφατα και των στάσεων εργασίας, κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και αντικατάσταση με τις ατομικές συμφωνίες, κατάργηση της μονιμότητας με την επίφαση της αξιολόγησης, ενώ πρόσφατα είδαμε και την αυτοαξιολόγηση -κατά τη γνώμη μου η αποθέωση της κοινωνίας του ελέγχου.

ΙΙΙ
Η φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής για να μπορέσει να δημιουργήσει συνθήκες συναίνεσης και υποχρεωτικής αποδοχής απαιτεί και διεργασίες στο εσωτερικό των κρατικών μηχανισμών και των αστικών θεσμών που θυμίζουν φαινόμενα είτε εκφασισμού του κράτους είτε κατάστασης εξαίρεσης με επίφαση κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Έχει ήδη επισημανθεί από πολλούς ότι η πληθώρα των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου και οι κυβερνήσεις τεχνοκρατών αποτελούν τυπικά παραδείγματα για μια πορεία προς την κατάσταση εξαίρεσης. Επίσης, δεν πρόκειται μόνο για τη γιγάντωση των κλασικών μηχανισμών καταστολής και της καθημερινής πια χρήσης τους σε κάθε εκδήλωση αντίστασης, ούτε για την έξαρση της ιδεολογικής τρομοκρατίας, αλλά για τις μορφές και τους τρόπους διακυβέρνησης που επιλέγει η αστική τάξη, όταν νιώθει να αμφισβητείται ο ηγεμονικός της ρόλος στην κοινωνία. Και για την περίπτωση της Ελλάδας, όταν η κυνική ιμπεριαλιστική παρέμβαση αποκαλύπτει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τις εξαρτησιακές σχέσεις, η αμφισβήτηση της ηγεμονίας της απλώνεται και σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Η περιπλοκότητα της σημερινής κατάστασης φαίνεται, από τη μια πλευρά, από το γεγονός ότι σε συνθήκες κρίσης η αστική τάξη για να είναι αποτελεσματικότερη η ενιαία της επίθεση στον ταξικό εχθρό προτιμά να στηρίζεται σε έναν από τους υπάρχοντες πολιτικούς της εκφραστές, ενώ, από την άλλη πλευρά, η εμβάθυνση της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης προκαλεί, συν τοις άλλοις, την όξυνση των ενδοαστικών αντιθέσεων. Βλέπουμε λοιπόν σήμερα την απαξίωση ενός μεγάλου αστικού κόμματος και τη στήριξη του άλλου πυλώνα του παλαιότερου δικομματισμού αλλά και την αναγκαστική επιλογή των κυβερνήσεων συνασπισμού. Για να θυμηθούμε όμως και τον Γκράμσι, κάθε κυβέρνηση συνασπισμού δεν είναι παρά ένας αρχικός βαθμός καισαρισμού, επισημαίνοντας ότι ο καισαρισμός ή ο βοναπαρτισμός δεν απαιτούν πάντοτε την ύπαρξη κάποιας μεγάλης προσωπικότητας.
Μέσα σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο, πρέπει να δούμε και το φαινόμενο της ενδυνάμωσης του φασισμού ως πολιτική συγκρότηση με κοινωνική ανταπόκριση. Η διάλυση και η φτωχοποίηση των μεσοστρωμάτων καθώς και η αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης οδηγεί στην αμφισβήτηση του παραδοσιακού πολιτικού κατεστημένου και σε συνδυασμό με την αδυναμία του επαναστατικού παράγοντα επιτρέπεται η εμφάνιση, η ενδυνάμωση και η σχετικά αυτόνομη παρουσία πολιτικών μορφωμάτων φασιστικής, ρατσιστικής, εθνικιστικής και αντικομμουνιστικής αντίληψης, τα οποία εκτός από τη διευρυμένη εκλογική έκφραση μπορούν λόγω των περιστάσεων να στρατολογούν λούμπεν στοιχεία που δρουν εγκληματικά με τη σχετική ανοχή των κρατικών μηχανισμών. Είναι η περιπλοκότητα που αναφέρθηκα παραπάνω, δηλαδή οι ενδοαστικές αντιθέσεις και ο ιμπεριαλιστικός παράγοντας που καθορίζει το βαθμό ανοχής και χρήσης των φασιστικών συμμοριών, που έτσι κι αλλιώς θα συνεχίζουν να υπάρχουν και να τροφοδοτούνται από την κρισιακή συνθήκη.
Απέναντι σε όλα αυτά, τι γίνεται με το κίνημα αντίστασης; Προσπαθεί να διαμορφωθεί με αποσυγκροτημένο το κοινωνικό υποκείμενο, με τη χρόνια κυριαρχία του ρεφορμισμού σε συνδικαλιστικό επίπεδο, με σοβαρότατες αδυναμίες ακόμη και για τακτική υποχώρηση στην ταξική επίθεση, με αδυναμία υπεράσπισης των μεταναστών ενάντια στο ρατσισμό, των πολιτικών προσφύγων από τις απελάσεις και τις φυλακίσεις. Περιορίζοντας την αναφορά στην περίπτωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, της κρατικής καταστολής, των επιστρατεύσεων, των φυλακίσεων, των παρακολουθήσεων και του ελέγχου, της φασιστικής απειλής και, πολύ πιθανόν σύντομα, των απαγορεύσεων στην πολιτική έκφραση και δράση, τότε η ύπαρξη και η ενεργοποίηση πρωτοβουλιών όπως η ΚΕΔΔΕ αποτελούν επιτακτική ανάγκη ώστε να συσπειρωθούν όσο το δυνατόν πλατύτερες δυνάμεις που να παρεμβαίνουν δυναμικά και αποφασιστικά στις πάμπολλες περιπτώσεις βίας και καταστολής, φασιστικοποίησης και φασιστικής δράσης, συμβάλλοντας έτσι στην πορεία ανατροπής της πολιτικής που μας έχει οδηγήσει στη σημερινή κατάσταση.