Αντίσταση στα Γιάννενα


Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Σχέδιο συμφωνίας «Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων». Το εγχείρημα και οι προεκτάσεις του.

του Βασίλη Σαμαρά

Επανέρχεται μετά από χρόνια διαβουλεύσεων και διαπραγματεύσεων -και με πρωτοβουλία βασικά των ΗΠΑ- το σχέδιο της Διατλαντικής Συμφωνίας Εμπορίου και Επενδύσεων (ΤΤΙΡ). Ορίζοντας, η δημιουργία μιας ζώνης ελεύθερου εμπορίου και θα μπορούσε να ειπωθεί στα πρότυπα της πάλαι ποτέ ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα). Ένα σχέδιο που αναθερμάνθηκε στην πρόσφατη σύνοδο στο Ανόβερο των ΗΠΑ, Γαλλίας, Γερμανίας, Αγγλίας, Ιταλίας.

Το ερώτημα βρίσκεται στο τι έρχεται να απαντήσει μια τέτοια συμφωνία. Ποιους στόχους υπηρετεί. Πόσο μπορεί να προχωρήσει και μέχρι πού μπορεί να φτάσει. Τι προβλήματα και δυσκολίες έχει να αντιμετωπίσει. Ποιες συνέπειες μπορεί να έχει η προώθησή του και ποιες αντιδράσεις να προκαλέσει.


Οι απαντήσεις βρίσκονται κατ’ αρχάς στο πώς διαμορφώνεται η παγκόσμια κατάσταση και όχι μόνο σε σχέση με την οικονομική διάσταση των πραγμάτων. Ποια ζητήματα θέτει και όχι μόνο γι’ αυτές τις πέντε δυνάμεις αλλά για το σύνολο των ιμπεριαλιστών και γενικότερα για τον κόσμο.

Διανύουμε μια περίοδο μεγάλων μεταβολών σε όλα τα πεδία και στο σύνολο των σχέσεων που διέπουν την κίνηση των πραγμάτων. Των ταξικών, κοινωνικών, πολιτικών τόσο στο εσωτερικό της κάθε χώρας όσο και συνολικά στον κόσμο. Μεταβολές, το εύρος, η κλίμακα και το βάθος των οποίων προσδίδουν τις διαστάσεις ενός «περάσματος» από έναν «κόσμο» σε έναν άλλον. Από τον κόσμο που, πέραν των άλλων, έφερε και τα χαρακτηριστικά του ρόλου που είχε στη διαμόρφωσή του η παρουσία και η πάλη του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος και η ύπαρξη των σοσιαλιστικών χωρών, στον κόσμο που διαμορφώνει η κυριαρχία των δυνάμεων του συστήματος.

Της διαρκούς και ανελέητης επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες.

Της εκστρατείας επαναποικιοποίησης του κόσμου από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, της ασύδοτης εκμετάλλευσης και καταλήστευσης των εξαρτημένων χωρών στα όρια της καταστροφής και του εξανδραποδισμού ολάκερων λαών.

Παρ’ όλες αυτές του τις «επιτυχίες», ωστόσο, το σύστημα εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπο με όλο και μεγαλύτερα αδιέξοδα. Αδιέξοδα που οφείλονται στην ίδια τη φύση και τη λειτουργία του, τις αντιφάσεις, τις αντιθέσεις, τις αντινομίες που το χαρακτηρίζουν. Μια γενικευμένη κρίση που αναπόφευκτα συνοδεύει μια μεταβολή κοσμοϊστορικού χαρακτήρα όπως αυτή που συντελείται και όπως διαμορφώνεται από τα χαρακτηριστικά των δυνάμεων που κυριαρχούν. Μια κρίση που στις μέρες μας εμφανίζεται με τη μορφή της σύμπλεξης της διαδικασίας αναδιάταξης δυνάμεων με την οικονομική κρίση.

Με βάση αυτά τα δεδομένα, και αυτό το εγχείρημα εντάσσεται από γενική άποψη σε αυτό το πλαίσιο. Της συνεχιζόμενης αναμέτρησης ανάμεσα στις δυνάμεις του συστήματος από τη μια και την εργατική τάξη και συνολικά τους λαούς από την άλλη. Της προσπάθειας του συστήματος να επιβάλει όλο και πιο καταθλιπτικούς όρους κυριαρχίας και εκμετάλλευσης των εργαζόμενων λαϊκών μαζών απέναντι στην αντίσταση που παρά τους δυσμενείς συσχετισμούς συνεχίζει να προβάλλει.

Ρυθμίσεις και ανταγωνισμοί
Ταυτόχρονα επιχειρεί να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που θέτει ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ένας ανταγωνισμός που οξύνεται ολοένα και περισσότερο καθώς εξελίσσεται στα πλαίσια μιας διαδικασίας αναδιάταξης δυνάμεων και η οποία θέτει κρίσιμα ζητήματα για την κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη. Σε πρώτο πλάνο η κίνηση των πέντε δείχνει να αφορά την αντιμετώπιση οικονομικών κυρίως προβλημάτων. Τη διεύρυνση των εμπορικών οικονομικών συναλλαγών μέσα από την αναίρεση των φραγμών που την εμποδίζουν. Την προώθηση διευθετήσεων που να ρυθμίζουν και να ομαλοποιούν την κίνηση κεφαλαίων.

Τη διευκόλυνση των εκατέρωθεν επενδύσεων. Ανάλογες ρυθμίσεις στο ενεργειακό, των πηγών προμήθειας, των αγωγών, της διάθεσης, της κατανομής. Γενικότερα την προώθηση κατευθύνσεων που θα διαμορφώνουν ένα διευρυμένο πεδίο δράσης για το αμερικανικό και το ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Την ώθηση που μπορεί να δώσει μια τέτοια εξέλιξη στις συναλλαγές, την οικονομική συνεργασία και μέσω αυτών στη συνολική οικονομική τους ανάπτυξη και ισχυροποίηση.

Αυτές και άλλες ανάλογες ρυθμίσεις αφορούν την -ας την πούμε έτσι- «εσωτερική» διάσταση του ζητήματος. Επειδή υπάρχει και η «εξωτερική». Αυτή που αφορά την αντιμετώπιση από θέση ισχύος των άλλων ανταγωνιστικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και σε πρώτο πλάνο τη Ρωσία και την Κίνα. Την παραπέρα ισχυροποίηση του ήδη υφιστάμενου δεσπόζοντα ρόλου τους στις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις. Την επιβολή των όρων τους στην παγκόσμια αγορά. Μια κατεύθυνση στο υπόβαθρο της οποίας διαγράφεται ο στόχος της ανακατανομής των αγορών (και όχι μόνο) στη βάση των όρων και των επιδιώξεων αυτών των δυνάμεων.

Αντιφάσεις και αντιθέσεις
Μια τέτοια κατεύθυνση δεν είναι (και δεν θα μπορούσε να είναι) χωρίς προβλήματα, δυσκολίες, αντιφάσεις και αντιθέσεις ή και χωρίς αντιδράσεις.

Αντιφάσεις και αντιθέσεις που αφορούν κατ’ αρχάς τις σχέσεις των δυνάμεων που προωθούν αυτές τις συμφωνίες. Ευδιάκριτες είναι, λ.χ., οι διαθέσεις των ΗΠΑ να επιβάλουν τους όρους τους στους Ευρωπαίους «εταίρους» τους σε μια σειρά πεδία. Στο ζήτημα των εμπορικών φραγμών, της κίνησης κεφαλαίων, της προώθησης των μεταλλαγμένων, στο ζήτημα των αγωγών κ.λπ. Ή ακόμη και οι προσπάθειές τους να «παίζουν» με τις αντιθέσεις ανάμεσα στους Ευρωπαίους για να προωθήσουν τους στόχους τους.

Άλλο τόσο ευδιάκριτες είναι οι αντιδράσεις των Ευρωπαίων. Χαρακτηριστικές οι «εμμονές» της Γερμανίας στο ζήτημα της δημοσιονομικής πολιτικής, οι αντιδράσεις της Γαλλίας για τα αγροτικά κ.λπ. Αντιδράσεις που έχουν σαν συνολικό υπόβαθρο την ανησυχία των Ευρωπαίων απέναντι στον οικονομικό «εναγκαλισμό» μιας δύναμης που έχει σαφή υπεροχή και μεγαλύτερες δυνατότητες σε μια σειρά πεδία.

Ακόμη πιο έντονες αναμένονται οι αντιδράσεις της «άλλης πλευράς». Των δυνάμεων που βλέπουν σ’ αυτό το εγχείρημα -και καθόλου αβάσιμα- μια απειλή για τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα, το ρόλο και τη θέση τους (όχι μόνο την οικονομική) στον κόσμο. Ευνόητο είναι ότι θα αντιδράσουν και το πιθανότερο κινούμενες και αυτές στην κατεύθυνση πύκνωσης και ισχυροποίησης των μεταξύ τους συναλλαγών και γενικότερα της οικονομικής τους συνεργασίας.

Οι εξελίξεις αυτές θα θέσουν (θέτουν ήδη) σημαντικά ζητήματα για όλες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η κλίμακά τους συναρτάται με το πόσο θα προχωρήσει και μέχρι πού μπορεί να φθάσει αυτή η διατλαντική συνεργασία. Ας εξηγηθούμε.

Ένα ζήτημα άλλης τάξης
Όπως αναφέρεται, ορίζοντάς της είναι η διαμόρφωση μιας μορφής διατλαντικής οικονομικής κοινότητας. Πρόκειται σίγουρα για κάτι πολύ ευρύτερο και πολύ πιο σημαντικό. Έχουμε την άποψη ότι άλλης τάξης ζητήματα θέτει η διεύρυνση της οικονομικής συνεργασίας σε μια σειρά πεδία και άλλα, σημαντικότερα και πιο κρίσιμα, η προώθηση ενός τέτοιου ευρύτερου στόχου. Δεν θεωρούμε δεδομένο ότι μια τέτοια επιδίωξη μπορεί να φθάσει στην ολοκλήρωσή της. Πέρα από τις προθέσεις, τα προβλήματα, οι αντιθέσεις, οι αποκλίνουσες διαθέσεις των δυτικών δυνάμεων και οι αντιδράσεις των άλλων μπορούν να βάλουν τα δικά τους όρια. Από την άλλη, η δρομολόγηση ορισμένων κατευθύνσεων εμπεριέχει τη δική της δυναμική και η οποία θα διαμορφώνει τα δικά της δεδομένα ανεξάρτητα ακόμη από σχεδιασμούς και επιδιώξεις.

Από τη μεριά μας θεωρούμε ότι αυτή η κίνηση θέτει ήδη σοβαρά ζητήματα. Ζητήματα που θα μεγεθύνονται και οξύνονται τόσο περισσότερο όσο θα προχωράει στην υλοποίηση των ευρύτερων στόχων της. Ανεξάρτητα λοιπόν από το «μέχρι πού» μπορεί να φτάσει, η κρισιμότητα των ζητημάτων που θέτει μια τέτοια προοπτική κάνει αναγκαίο το να τα δούμε πιο συγκεκριμένα.

Η «αναπόφευκτη» πολιτική διάσταση
Το εγχείρημα όπως σχεδιάζεται στοχεύει στη διαμόρφωση μιας κοινότητας οικονομικού χαρακτήρα. Έχουμε την άποψη ότι δεν μπορεί να περιοριστεί σ’ αυτό. Θεωρούμε αναπόφευκτο τον «εξοπλισμό» του με πολιτικού χαρακτήρα, ρυθμίσεις που να το διασφαλίζουν και να το υπηρετούν. Ρυθμίσεις που σε μια πορεία θα κερδίζουν έδαφος και θα προσδίδουν και πολιτικό χαρακτήρα σ’ αυτή την κοινότητα. Απ’ εκεί και πέρα η αναβάθμισή της και στο στρατηγικό πεδίο δεν είναι πολύ μακριά. Στη δυναμική συνεπώς των πραγμάτων ενυπάρχει η προοπτική διαμόρφωσης ενός οικονομικού πολιτικού στρατηγικού συνασπισμού με βλέψεις και δυνατότητες κυριαρχίας σε παγκόσμια κλίμακα. Απέναντι σε μια τέτοια προοπτική, το πιο πιθανό οι άλλες δυνάμεις (και βασικά Ρωσία, Κίνα) να αντιδράσουν συγκροτώντας το δικό τους συνασπισμό και με όσες άλλες δυνάμεις κατορθώσουν να προσελκύσουν.

Έχουμε λοιπόν τη σοβαρή πιθανότητα διαχωρισμού του κόσμου ανάμεσα σε δυο αντίπαλους συνασπισμούς αλλά και τη μεγάλη επικινδυνότητα μιας τέτοιας εξέλιξης. Μια τέτοια προοπτική επιδρά «από τα τώρα» στις διαθέσεις, τα «κρατήματα» όλων ανεξαιρέτως των δυνάμεων και στις «σημερινές» τους κινήσεις. Αλλά ας τις δούμε πριν φτάσουμε μέχρι εκεί.

Ζητήματα κυριαρχίας
Έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα στις επιδιώξεις των ΗΠΑ για παγκόσμια κυριαρχία. Μια στρατηγική που οδηγήθηκε σε αδιέξοδο με βάση την αναντιστοιχία στόχου και μέσων που διέθεταν από μόνες τους οι ΗΠΑ. Σήμερα επιδιώκουν σε πρώτο πλάνο τη διατήρηση ενίσχυσης της ηγετικής τους θέσης στον κόσμο χωρίς ωστόσο να έχουν διαγράψει το στόχο της κυριαρχίας. Μόνο που, σε αντίθεση με την πολιτική της ομάδας Τσένι-Μπους, η διοίκηση Ομπάμα μοιάζει να ακολουθεί έναν άλλο δρόμο τόσο σε σχέση με το πρώτο όσο και το δεύτερο. Κατά πρώτο λόγο, την αντιμετώπιση των συμμαχιών, την αποκατάσταση της συνοχής του δυτικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ. Ταυτόχρονα, την αξιοποίηση της υπεροχής των δυτικών δυνάμεων στο οικονομικό πεδίο και τη μεγέθυνσή της στο έπακρο. Τη δημιουργία τέτοιων οικονομικών «αποστάσεων» και τη διαμόρφωση τέτοιων όρων που θα γονατίσουν τους ανταγωνιστές της «Ανατολής» και θα τους υποχρεώσουν να υποταχθούν στις υπαγορεύσεις των ΗΠΑ-Δύσης.

Μόνο που αυτή είναι η μια εκδοχή των πραγμάτων και όχι η πιο πιθανή. Η άλλη και η πιο πιθανή είναι, όπως αναφέρθηκε, να αντιδράσουν συσπειρωμένες. Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει προηγούμενο στην ιστορία όπου μεγάλες δυνάμεις να υποταχτούν στη βάση οικονομικών και μόνο όρων ή και χωρίς αναμέτρηση.
Μια τέτοια προοπτική δεν αποτελεί απλή υπόθεση ούτε για τις ΗΠΑ ούτε πολύ περισσότερο για τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Αντίθετα, συνυπολογίζεται από τα τώρα και συναθροίζεται στα ήδη υπάρχοντα προβλήματα και στις διαφορές και αντιθέσεις με τις ΗΠΑ.

Οι υπερβάσεις και τα προβλήματά τους
Από τα πιο σοβαρά ζητήματα που μπορεί να προκύψουν με την προώθηση, ολοκλήρωση του εγχειρήματος (μέχρι και το στρατηγικό πεδίο) είναι ότι θα μπορούσε να τεθεί ζήτημα υπέρβασης τόσο της ΕΕ όσο ακόμη και του ΝΑΤΟ. Μια εξέλιξη που θα έθετε σε πολύ ευρύτερες διαστάσεις τα προβλήματα που ήδη χαρακτηρίζουν τις σχέσεις των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών με τις ΗΠΑ.

Πριν αναφερθούμε σ’ αυτά, ας θέσουμε ένα ζήτημα που έχει τη δική του ιδιαιτερότητα. Πρόκειται για την περίπτωση της Ιαπωνίας. Η μία εκδοχή των πραγμάτων είναι να συμπεριληφθεί και αυτή στο υπό διαμόρφωση σχήμα. Σε μια τέτοια περίπτωση θα είχαμε την προσθήκη ενός ακόμη ισχυρού εταίρου αλλά ταυτόχρονα και ενός παράγοντα που θα μεγέθυνε τα προβλήματα συνοχής, ομοιογένειας και «εσωτερικών» ανταγωνισμών στα πλαίσια του σχήματος. Η άλλη εκδοχή είναι να αφεθεί «απ’ έξω» (στο σχήμα λ.χ. της «ζώνης του Ειρηνικού»). Σε μια τέτοια περίπτωση ωστόσο κανείς δεν μπορεί να στοιχηματίσει για το ποιες τάσεις και προσανατολισμούς μπορεί να πυροδοτήσει στην Ιαπωνία μια τέτοια «απομόνωσή» της.

Για να ξαναγυρίσουμε στο ζήτημα των σχέσεων των ΗΠΑ με Ευρώπη. Το γκρέμισμα των οικονομικών συνόρων σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα αποκτούσαν δυνατότητα «ελεύθερης» πρόσβασης (επέλασης θα λέγαμε) στο συνολικό ευρωπαϊκό χώρο. Έναν χώρο στον οποίο (στα πλαίσια της ΕΕ) δρα εκμεταλλευτικά κατά κύριο λόγο το κεφάλαιο των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων και ο οποίος αποτελεί την ευρεία βάση της οικονομικής (και όχι μόνο) ισχύος του.

Το πρόβλημα για τους Ευρωπαίους γίνεται ακόμη πιο οξύ με βάση τη δεδομένη υπεροχή των ΗΠΑ σε μια σειρά πεδία. Και το ζήτημα δεν είναι απλά εμπορικό και των εν γένει συναλλαγών. Είναι δεδομένο ότι η υστέρηση στο πεδίο των συναλλαγών αργά ή γρήγορα μεταφράζεται και σε υποβάθμιση του παραγωγικού τομέα. Γι’ αυτό και οι αντιδράσεις. Άλλο τόσο σοβαρό είναι το ενεργειακό πρόβλημα. Οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές έχουν πικρή πείρα της μεταχείρισης που τους επεφύλαξαν κατά καιρούς οι ΗΠΑ, αξιοποιώντας και τις δεδομένες ελλείψεις της Ευρώπης σε αυτό το πεδίο.

Γενικότερα θα διαμορφώνονταν όροι ποδηγέτησης της δράσης του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου σε μια σειρά χώρες. Ιδιαίτερης βαρύτητας σ’ αυτό το πεδίο οι οικονομικές σχέσεις των Ευρωπαίων με Ρωσία, Κίνα και χώρες ανάλογου μεγέθους. Το μέγεθος αυτών των συναλλαγών είναι τέτοιο που αποτελεί πλέον σημαντικό μέρος της συνολικής λειτουργίας και υπόστασης του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου. Πολύ δύσκολα θα αποδέχονταν την υπαγωγή αυτών των σχέσεων στις υπαγορεύσεις των ΗΠΑ και αυτό δείχνει η μέχρι τώρα στάση τους. Ανάλογες τάσεις και διαθέσεις δείχνει η απόρριψη από τη Γερμανία των αμερικανικών πιέσεων στο ζήτημα του αγωγού που συνδέει απευθείας Ρωσία-Γερμανία.

Αλλά και η αγγλογαλλική επέμβαση στη Λιβύη έδειξε τις διαθέσεις αλλά και την αποφασιστικότητα των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών να αντιμετωπίσουν αυτό το κρίσιμο ζήτημα με τις δικές τους δυνάμεις. Αυτό συνεπώς που τίθεται σαν ζήτημα στην προοπτική του πράγματος είναι η εν γένει «ανεξαρτησία δράσης» του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου και αυτό δεν είναι από εκείνα που οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές θα μπορούσαν να αποδεχτούν εύκολα και απλά.

Αντίστοιχο πρόβλημα εμφανίζεται στο πολιτικό, στρατηγικό πεδίο και το οποίο μέλλει να μεγεθυνθεί στη βάση μιας τέτοιας προοπτικής. Είναι γεγονός ότι η Ευρώπη τελεί κάτω από μια μορφή στρατηγικής «κηδεμονίας» από τις ΗΠΑ. Άλλο τόσο γεγονός είναι ότι εδώ και δεκαετίες διεκδικούν ανακατανομή ρόλων, αρμοδιοτήτων και… μεριδίων στα πλαίσια της ευρωατλαντικής συμμαχίας. Η δημιουργία του πυρηνικού οπλοστασίου της Αγγλίας. Στη συνέχεια της Γαλλίας, που «συνόδευσε» την «ανεξαρτητοποίηση» του Ντε Γκολ. Η Οstpolitik του Βίλι Μπραντ. Οι αντιδράσεις Γαλλίας-Γερμανίας (σε επίπεδα κρίσης) στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ (2003). Όλες αυτές οι εκδηλώσεις (και άλλες) αποτελούν εκφράσεις των τάσεων ανεξαρτητοποίησης των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Τάσεις οι οποίες παίρνουν άλλες διαστάσεις στα πλαίσια της διαδικασίας αναδιάταξης δυνάμεων. Αυτές οι τάσεις βρίσκονται σε αντίθεση με εκείνο το οποίο μπορεί να σημαίνει η στρατηγική ολοκλήρωση του εγχειρήματος στο οποίο αναφερόμαστε. Την απαλλοτρίωση όχι απλά και μόνο της οικονομικής αλλά και της ανεξαρτησίας στρατηγικών επιλογών των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Ένα ενδεχόμενο που πολύ δύσκολα και μόνο κάτω από «ειδικές συνθήκες» θα μπορούσαν να αποδεχτούν.

Τα διλήμματα της «άλλης πλευράς»
Ιδιαίτερα κρίσιμα ζητήματα θέτουν αυτές οι εξελίξεις και οι προοπτικές τους για την «άλλη πλευρά». Κατά πρώτο λόγο σε Ρωσία-Κίνα, αλλά όχι μόνο γι’ αυτές. Όσον αφορά την οικονομική διάσταση του ζητήματος, οι εκδοχές είναι κατά βάση δύο. Η μία είναι να αποδεχτούν τους όρους και το πλαίσιο που θα διαμόρφωνε η Δύση και να πορευτούν συμμορφούμενες σ’ αυτό. Σε μια τέτοια περίπτωση θα μετατρέπονταν σε οικονομικά παραρτήματα του δυτικού μπλοκ, με ό,τι άλλο θα σήμαινε αυτό για τη συνέχεια. Πολύ δύσκολα θα φανταζόμασταν μια τέτοια αντιμετώπιση από τη μεριά τους.

Το πιο πιθανό είναι να αντιδράσουν. Και όσον αφορά την οικονομική πλευρά του πράγματος, πυκνώνοντας και αναβαθμίζοντας τις οικονομικές τους συναλλαγές και συνολικά την οικονομική τους συνεργασία. Η προώθηση της «ευρασιατικής» ή όπως αλλιώς ονομασθεί αγοράς θα σηματοδοτεί το διαχωρισμό σε δυο οικονομικούς «κόσμους», με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Μνήμες «Καρχηδόνας»
Ακόμη πιο οξυμένα τίθεται το ζήτημα στην πολιτική-στρατηγική του διάσταση. Η συγκρότηση ενός οικονομικού, πολιτικού, στρατηγικού υπεροργανισμού από τη Δύση θα θέσει το ζήτημα και με τρόπο που δεν θα μπορεί να προσπεραστεί από καμιά δύναμη. Πιο συγκεκριμένα, και όσον αφορά κατ’ αρχάς τη Ρωσία, όπου δεν υπάρχουν πια οι αυταπάτες της τραγελαφικής περιόδου Γέλτσιν. Ο Πούτιν γνωρίζει πλέον ότι για τις ΗΠΑ η Ρωσία δεν αποτελεί παρά μια «Καρχηδόνα που πρέπει να καταστραφεί». Τα δείγματα γραφής τα έχει από τώρα. Την περικύκλωση της Ρωσίας από κράτη-δορυφόρους των ΗΠΑ. Την εγκατάσταση πυραυλικών συστημάτων στη ρωσική περίμετρο. Τη βίαιη επέμβαση συνολικά της Δύσης στην περίπτωση της Ουκρανίας. Τη διείσδυση στον Καύκασο. Την πολιτική και έξω από οικονομικούς όρους αντιμετώπιση από τις ΗΠΑ του ζητήματος των αγωγών. Τις κυρώσεις με κάθε ευκαιρία και τους εμπορικούς αποκλεισμούς. Ακόμη και η «συνεννόηση» στο ζήτημα της Συρίας δεν διαγράφει το γεγονός πως στην αφετηρία της κρίσης βρίσκεται η προσπάθεια της Δύσης να εκτοπίσει τη Ρωσία. Όσον αφορά τη «διακριτική» αντιμετώπιση της Κίνας από τις ΗΠΑ, αυτό που δείχνει μόνο είναι το ποιον θεωρούν άμεσο και κύριο αντίπαλο.

Η ρωσική πλευρά προσπαθεί να δημιουργήσει ρήγματα στο δυτικό μπλοκ αξιοποιώντας τις ήδη υπαρκτές αντιθέσεις στα πλαίσιά του. Το θεώρημα της πολυπολικότητας συνδέεται με αυτή την τακτική αλλά και την επιλογή της Ρωσίας να αποφύγει όσο είναι δυνατόν μια συνολική μετωπική αντιπαράθεση με τη Δύση. Ωστόσο, δεν μπορεί να επαναπαύεται σ’ αυτό και επιδιώκει την -με κάθε μέσο- ισχυροποίησή της. Ένας βασικός όρος για κάτι τέτοιο είναι η διαμόρφωση των ανάλογων συμμαχιών και κατ’ αρχάς με τη δύναμη εκείνη που έχει το ειδικό βάρος εξισορρόπησης του ισοζυγίου. Την Κίνα. Μια χώρα με την οποία η Ρωσία έχει πολύπλευρα αναπτυγμένες σχέσεις και σε υψηλό επίπεδο.

Οι κινεζικοί υπολογισμοί και τα όριά τους
Είναι γεγονός ότι αυτή η συνεργασία δεν προχωράει για την ώρα σε σύμπηξη μιας συμμαχίας στρατηγικού χαρακτήρα, με πιο «διστακτική» ως προς αυτό την κινεζική πλευρά. Η στάση της Κίνας έχει τις εξηγήσεις της. Η Κίνα δεν θα ’θελε να προσχωρήσει σε μια συμμαχία στην οποία -τουλάχιστον στη φάση αυτή- θα έχει το δεύτερο ρόλο. Έχει πολύπλευρα αναπτυγμένες σχέσεις με τη Δύση στις οποίες και βασίζει την ανάπτυξή της. Δεν θα ήθελε να τις θέσει σε κίνδυνο και όπως και η Ρωσία δεν θα ήθελε μια μετωπική αντιπαράθεση με τη Δύση.

Στα δεδομένα του πράγματος υπάρχει και ένα ζήτημα που καμιά δύναμη δεν το έχει θέσει ανοιχτά και επισήμως, δεν παύει ωστόσο να απασχολεί τις «δεύτερες σκέψεις» όλων. Αναφερόμαστε στο πόσο θεωρούν «φυσιολογική» και «νόμιμη» την κατοχή από μια ευρωπαϊκή χώρα (τη Ρωσία) μιας αχανούς ασιατικής περιοχής όπως η Σιβηρία.

Γενικότερα η στάση της κινεζικής πλευράς χαρακτηρίζεται από την αντίληψη πως ο χρόνος δουλεύει γι’ αυτήν και πως στην πορεία θα ισχυροποιηθεί τόσο που να μπορεί να βάλει τους δικούς της όρους. Μόνο που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα της δοθεί αυτός ο χρόνος. Στη λογική των πραγμάτων υπάρχει και η πιθανότητα κινήσεων «ουδετεροποίησης» της Κίνας και με κάποια ανταλλάγματα. Υπάρχει άλλωστε το προηγούμενο της συνεργασίας με τη Δύση απέναντι στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση. Μόνο που οι καιροί έχουν αλλάξει και το ζήτημα τίθεται με διαφορετικούς όρους για όλους.

Το να αδιαφορήσει η Κίνα για το γονάτισμα της Ρωσίας από τη Δύση σημαίνει ότι έπειτα θα πρέπει να περιμένει τη σειρά της. Μια εκδοχή που μόνο άγνωστη δεν είναι στην κινεζική ηγεσία. Χωρίς να μπορούμε να αποκλείσουμε τίποτε, το πιο πιθανό είναι να αντιδράσει προχωρώντας και από τη μεριά της στην οικοδόμηση μιας ανάλογης συμμαχίας.

Το ερώτημα και οι απαντήσεις του
Εκείνο που με όλα αυτά διαγράφεται σαν σοβαρή πιθανότητα στην προοπτική των πραγμάτων είναι η διαμόρφωση δυο αντίπαλων συνασπισμών οικονομικού, πολιτικού, στρατηγικού χαρακτήρα. Αυτός ο διαχωρισμός του κόσμου θα ’χει και τις αναπόφευκτες συνέπειές του.

Από οικονομική άποψη, το αποτέλεσμα δεν θα ’ναι η διεύρυνση της παγκόσμιας αγοράς αλλά το «στένεμά» της. Αντίστοιχα στο πολιτικό, κάθε παρέμβαση σε οποιαδήποτε χώρα θα συνεπάγεται και «εμπλοκή» και με ορίζοντα την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης. Γεννιέται εδώ ένα ερώτημα. Στις υπάρχουσες συνθήκες οι δυνάμεις της Δύσης διαθέτουν μια σαφή υπεροχή σε όλα σχεδόν τα πεδία. Μια υπεροχή που τους δίνει τη δυνατότητα να επιβάλλουν σε σημαντικό βαθμό τους όρους τους και να αποκομίζουν τα αντίστοιχα οφέλη. Βεβαίως και αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό των δυνάμεων της «Ανατολής». Μόνο που αυτές οι δυνάμεις δεν έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν -τουλάχιστον για την ώρα- το εύρος των πεδίων που μπορεί η Δύση ιδιαίτερα όταν ενεργεί ενιαία.

Στη βάση συνεπώς ποιων κινήτρων θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε ένα εγχείρημα με αβέβαιες προοπτικές και υψηλής επικινδυνότητας; Το να υπολογίζουν ότι οι δυνάμεις της «Ανατολής» θα αποδεχτούν θέλοντας και μη τους όρους τους και εντέλει θα υποταχθούν δεν είναι και η πιο ρεαλιστική των εκτιμήσεων. Η απάντηση στο ερώτημα βρίσκεται στα αδιέξοδα του συστήματος. Σ’ αυτά που τους ωθούν στο να αναζητούν απαντήσεις αβέβαιου αποτελέσματος και «λύσεις» που εμπεριέχουν σοβαρούς κινδύνους.

Βεβαίως και, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν είναι δεδομένο ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν με αυτόν τον τρόπο και ότι θα φθάσουν «μέχρις εκεί». Οι αντιφάσεις, οι αντιθέσεις, οι αναστολές, οι αντιδράσεις μπορεί να βάλουν τα δικά τους όρια όσον αφορά το μέχρι πού μπορεί να φθάσει το εύρος της Διατλαντικής Οικονομικής Συνεργασίας. Μόνο που, όπως επίσης αναφέρθηκε, οι κατευθύνσεις που δρομολογούνται έχουν τη δική τους δυναμική. Και είναι αυτή που μπορεί να διαμορφώσει δεδομένα και όχι απαραίτητα εντός των όποιων προγραμματισμών.
Όπως και να ’χει, αυτό που είναι βέβαιο είναι η παρόξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με το επίπεδο αντιπαράθεσης να ανεβαίνει σε όλο και πιο επικίνδυνα σημεία. Στα πλαίσιά του θα εντείνεται η επίθεση ενάντια στα δικαιώματα των εργαζόμενων λαϊκών μαζών, θα πληθαίνουν οι επεμβάσεις που θα ρημάζουν χώρες και λαούς. Θα μεγεθύνονται οι κίνδυνοι ακόμη και μιας συνολικής αναμέτρησης.
Αυτά είναι που ορίζουν τα πεδία και τους στόχους πάλης των δυνάμεων που αγωνίζονται να ανοίξουν δρόμους για μια πραγματική διέξοδο στα προβλήματα του κόσμου.