Το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου στη Βρετανία, για το μέλλον της χώρας
στην ΕΕ,κυριαρχεί όχι μόνο στα πρωτοσέλιδα και στη θεματολογία των
βρετανικών ΜΜΕ (έντυπων και ηλεκτρονικών) αλλά και των διεθνών. Και
καθώς πλησιάζει η ημερομηνία, θα εντείνεται η αντιπαράθεση των δύο
στρατοπέδων. Στην πραγματικότητα, το θέμα απασχολεί με διάφορους
τρόπους, εδώ και δύο περίπου χρόνια, όταν ο Κάμερον δεσμεύτηκε να
επαναδιαπραγματευτεί τη σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ, επικυρώνοντάς την
με δημοψήφισμα.
Μέχρι στιγμής, οι δημοσκοπήσεις, πέρα από τη θολούρα που τις χαρακτηρίζει, αποτυπώνουν ένα σημαντικό χάσμα ανάμεσα στα στρατόπεδα του Brexit και του «Μέσα».
Δημοκοπικά, λοιπόν, εμφανίζονται ισοδύναμα με εναλλασσόμενες πρωτιές. Τις τελευταίες μέρες καταγράφουν μια «ορμή» στο στρατόπεδο του Brexit, καθώς η αντίστοιχη καμπάνια έχει ανεβάσει ρυθμούς και ταχύτητα. Το Brexit εμφανίζεται στο 43% έναντι 40% του «Μέσα», αλλά με το ποσοστό της αδιευκρίνιστης ψήφου να παραμένει σημαντικό, πάνω από 14% για την ακρίβεια. Οι δημοσκοπικές αποτυπώσεις, αν μη τι άλλο, ενισχύουν την αβεβαιότητα ότι το «μεγάλο ατύχημα» (όπως χαρακτηρίζεται η επικράτηση του Brexit) θα είναι δυσκολότερο να αποσοβηθεί τη τελευταία στιγμή, όπως συνέβη στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκοτίας το 2014. Εκείνο που δεν καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις είναι το πόσοι από τους Βρετανούς πολίτες αντιμετωπίζουν με πολιτικούς όρους το δημοψήφισμα. Αν κρίνουμε από άλλα δημοψηφίσματα (λιγότερο σημαντικά ίσως) που διενεργούνται τα τελευταία χρόνια στην ΕΕ (περίπου δέκα ετησίως), η απάντηση δεν είναι ενθαρρυντική. Χαρακτηριστικό δείγμα: όταν, στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές στη Βρετανία, κάποιοι ψηφοφόροι νόμισαν ότι ψηφίζουν για την ΕΕ!
«Ευρωσκεπτικιστές» και οπαδοί της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ συγκρούονται πλέον μετωπικά και με σκληρές εκφράσεις που δεν συνάδουν με το βρετανικό φλέγμα. Η αντιπαράθεση διαπερνά όλα τα κόμματα, δείγμα ότι το πρόβλημα στην αστική τάξη είναι μεγάλο. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι του Brexit είναι ο δημοφιλής πρώην δήμαρχος του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον (και αντίπαλος του Κάμερον για την ηγεσία των συντηρητικών), ο ηγέτης του «εθνικιστικού» Ukip, Νάιτζελ Φάρατζ, ο πρώην υπουργός της Θάτσερ Νάιτζελ Λόσον και ο υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Κάμερον Μάικλ Γκόουβ. Στο στρατόπεδο του «Μέσα», με το οποίο συντάσσεται σύσσωμο το Σίτι του Λονδίνου, είναι ο ηγέτης των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν (αν και κατηγορείται για υποτονική στήριξη), ο νεοεκλεγείς δήμαρχος του Λονδίνου Σαντίκ Καν, πλήθος προσωπικοτήτων εκτός πολιτικής και φυσικά ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον. Πρόσφατα σχετικά συντάχθηκαν με το «Μέσα» και τα μεγάλα βρετανικά συνδικάτα.
Είναι φανερό πως το πολιτικό σκηνικό της Βρετανίας είναι «άνω–κάτω» διαρρηγνύοντας κάποια πάγια ιδεολογικά στερεότυπα προηγούμενων δεκαετιών. Για κάποιους αναλυτές αυτή η κατάσταση αντικατοπτρίζει αυτό που συμβαίνει και στις ΗΠΑ, συγκρίνοντάς την με την εκεί προεκλογική διαδικασία και το «φαινόμενο Trump». Ενδεχομένως οι ομοιότητες να μην είναι μόνο φαινομενικές!
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επικρατεί μεγάλη ανησυχία στα διάφορα κέντρα αποφάσεων και όχι μόνο της ΕΕ. Ανήσυχη είναι και η Ουάσιγκτον, κρίνοντας από την προτροπή του προέδρου Ομπάμα να παραμείνει το Ηνωμένο Βασίλειο στην ΕΕ. Αλλά πιο ανήσυχος από όλους εμφανίζεται ο πρωθυπουργός Κάμερον, ο οποίος έχει συνδέσει το πολιτικό του μέλλον με την αποτροπή του Brexit. Ανάλογο μήνυμα, σε κοινή τους διακήρυξη, εναντίον της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ, εξέπεμψαν και οι ηγέτες της G7 από τη πρόσφατη Σύνοδο στην Ιαπωνία, προειδοποιώντας ότι το Brexit θα ήταν «σοβαρή απειλή στην παγκόσμια ανάπτυξη».
Από τη μια, Βερολίνο και Παρίσι φοβούνται «το άγνωστο» που μπορεί να προκύψει από ενδεχόμενη βρετανική έξοδο, μιας και είναι εντελώς αστάθμητο το πώς θα συμπεριφερθούν αν συμβεί αυτό. Από την άλλη, η Ουάσιγκτον υποστήριζε και υποστηρίζει μια Βρετανία στην ΕΕ, για να έχει ένα σημαντικό ρόλο στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, αφού «παραδοσιακά» οι θέσεις της Βρετανίας ήταν περισσότερο ευθυγραμμισμένες με εκείνες της Ουάσιγκτον από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Λογικά, αν η Βρετανία εγκαταλείψει την ΕΕ, το κενό που θα προκύψει για τις ΗΠΑ θα είναι σημαντικό.
Τα δύο στρατόπεδα εστιάζουν τα επιχειρήματά τους στην οικονομία. Το ίδιο κάνουν όλοι σχεδόν οι αναλυτές και οι οικονομικοί παράγοντες. Το Σίτι θα χάσει την προνομιακή του λειτουργία, εταιρείες θα μετακομίσουν σε ευρωπαϊκές χώρες για να μη χάσουν τις δυνατότητες που τους προσφέρει η ΕΕ, και η Βρετανία (που έχει υποβαθμίσει τη παραγωγική της βάση για χάρη της χρηματοπιστωτικής οικονομίας και των αντίστοιχων υπηρεσιών) θα χρειαστεί χρόνο για να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.
Η εστίαση αυτή στις οικονομικές επιπτώσεις που θα έχει η διατάραξη της αμφίδρομης σχέσης έχει ισχυρή υλική βάση. Ωστόσο, οι αλλαγές που θα επέλθουν στον ευρωπαϊκό χάρτη (και όχι μόνο) δεν θα είναι αποκλειστικά (και κύρια) οικονομικές. Και αυτή η προσέγγιση σχετίζεται με τους χειρισμούς που θα αναγκαστεί να κάνει το Λονδίνο, προκειμένου να ενισχύσει την επιρροή του στα διεθνή ζητήματα, αναζητώντας νέα ερείσματα στην παγκόσμια γεωπολιτική και οικονομική σκηνή.
Δεν είναι καθόλου «ιστορικό παράδοξο» το πώς η Βρετανία και η ειδική σχέση με την ΕΕ διαμόρφωσε σημαντικά τη πορεία της ΕΕ μέχρι σήμερα. Με το ένα πόδι στο κέντρο της Ευρώπης, το άλλο έξω, αλλά και το βλέμμα μόνιμα στραμμένο σε ένα ευρύτερο περιβάλλον, η Βρετανία έδειχνε να προσφέρει μια ισορροπία μεταξύ εκείνων των χωρών που επιθυμούσαν μεγαλύτερη ενσωμάτωση στην ΕΕ και εκείνων που δεν την επιθυμούσαν. Το Brexit ανατρέπει αυτές τις ισορροπίες και επιπλέον «θα διαβρώσει ακόμη περισσότερο την ειδική σχέση μεταξύ Βρετανίας και ΗΠΑ» επισημαίνει ο Αλαν Ντόμπσον (επίτιμος καθηγητής Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Swansea στην Ουαλία) και συμπληρώνει πως «η Βρετανία μόνο μέσα στην ΕΕ αντιμετωπίζεται από τις ΗΠΑ ως πιο ισχυρός και σημαντικός εταίρος». Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ιδιαίτερη σχέση ΗΠΑ – Βρετανίας θα διατηρηθεί στον ίδιο βαθμό, ύστερα από έξοδο της τελευταίας από την Ευρώπη. Η Ουάσιγκτον θα αναγκαστεί να ενισχύσει τις σχέσεις με τον γαλλογερμανικό άξονα, επιδιώκοντας ακόμα μεγαλύτερη ώσμωση σε επίπεδα γεωπολιτικής.
Επιπλέον, η Ουάσιγκτον προβληματίζεται και με ένα ακόμα ενδεχόμενο: την προοπτική μιας πιο στενής σχέσης του Λονδίνου με το Πεκίνο. Μία σινοβρετανική οικονομική προσέγγιση, στη σημερινή ευαίσθητη γεωπολιτική συγκυρία, σίγουρα δεν είναι ότι καλύτερο θα μπορούσαν να προσδοκούν οι ΗΠΑ από τον πιο στενό Ευρωπαίο σύμμαχο, τα τελευταία εβδομήντα χρόνια. Μια τέτοια εξέλιξη προετοιμάζει το έδαφος και για αλλαγή της στάσης της Βρετανίας σε άλλα μέτωπα άμεσου αμερικάνικου ενδιαφέροντος, όπως για παράδειγμα η διένεξη στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Το σίγουρο είναι ότι ο Κάμερον, και εξαιτίας των εσωτερικών πολιτικών πιέσεων αλλά και για να εμφανίσει την Βρετανία ως έναν κρίσιμο παγκόσμιο παίκτη, δείχνει ότι η κυβέρνηση του είναι αποφασισμένη να κάνει ακόμα πιο στενή σχέση με την Κίνα. Και η επιτυχία αυτής της προσέγγισης θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό και από το πόσο θα πετύχει να προσαρμόσει τα νέα δεδομένα και την «ειδική σχέση» που έχει η χώρα του με ΕΕ και ΗΠΑ.
Όλα αυτά είναι λίγο μπερδεμένα και αποτελούν στοιχεία διαφόρων σεναρίων. Και κάθε φορά που μιλάμε για σενάρια, ο κίνδυνος να χαθεί κανείς μέσα σε αυτά είναι μεγάλος. Ωστόσο, το ότι οι Βρετανοί καλούνται να αποφασίσουν για το αν θα μείνουν ή θα φύγουν από την ΕΕ, όποιο και να είναι το αποτέλεσμα, θα αποδειχθεί σταθμός για την Ευρώπη. Αν οι Βρετανοί αποφασίσουν να φύγουν από την ΕΕ θα έχουμε κάτι περισσότερο από ένα απλό σενάριο, μιας και θα ξεκινήσει η αρχή του «ξηλώματος του πουλόβερ».
Αν πάμε στην περίπτωση που οι Βρετανοί ψηφίσουν να παραμείνουν στην ΕΕ (με το ένα πόδι, όπως πάντα), η Ευρώπη θα νιώσει ότι έχει αποφύγει μία μεγάλη περιπέτεια. Τουλάχιστον ως την επόμενη. Στις Βρυξέλλες θα επικρατήσει ανακούφιση και (τεχνική) αισιοδοξία για το γεγονός ότι το σύνδρομο ενός Brexit δεν θα επεκταθεί και σε άλλα κράτη μέλη. Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι η Ευρώπη θα ξεπεράσει την κατάσταση εσωστρέφειας και αμφισβήτησης που διανύει και η οποία έχει ενισχυθεί από τις διαδικασίες του βρετανικού δημοψηφίσματος. Καλού-κακού, ωστόσο, η ΕΕ προγραμμάτισε σύνοδο κορυφής για τις 28–29 Ιουνίου, λίγες δηλαδή ημέρες μετά το βρετανικό δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου.
Χ.Β
Μέχρι στιγμής, οι δημοσκοπήσεις, πέρα από τη θολούρα που τις χαρακτηρίζει, αποτυπώνουν ένα σημαντικό χάσμα ανάμεσα στα στρατόπεδα του Brexit και του «Μέσα».
Δημοκοπικά, λοιπόν, εμφανίζονται ισοδύναμα με εναλλασσόμενες πρωτιές. Τις τελευταίες μέρες καταγράφουν μια «ορμή» στο στρατόπεδο του Brexit, καθώς η αντίστοιχη καμπάνια έχει ανεβάσει ρυθμούς και ταχύτητα. Το Brexit εμφανίζεται στο 43% έναντι 40% του «Μέσα», αλλά με το ποσοστό της αδιευκρίνιστης ψήφου να παραμένει σημαντικό, πάνω από 14% για την ακρίβεια. Οι δημοσκοπικές αποτυπώσεις, αν μη τι άλλο, ενισχύουν την αβεβαιότητα ότι το «μεγάλο ατύχημα» (όπως χαρακτηρίζεται η επικράτηση του Brexit) θα είναι δυσκολότερο να αποσοβηθεί τη τελευταία στιγμή, όπως συνέβη στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκοτίας το 2014. Εκείνο που δεν καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις είναι το πόσοι από τους Βρετανούς πολίτες αντιμετωπίζουν με πολιτικούς όρους το δημοψήφισμα. Αν κρίνουμε από άλλα δημοψηφίσματα (λιγότερο σημαντικά ίσως) που διενεργούνται τα τελευταία χρόνια στην ΕΕ (περίπου δέκα ετησίως), η απάντηση δεν είναι ενθαρρυντική. Χαρακτηριστικό δείγμα: όταν, στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές στη Βρετανία, κάποιοι ψηφοφόροι νόμισαν ότι ψηφίζουν για την ΕΕ!
«Ευρωσκεπτικιστές» και οπαδοί της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ συγκρούονται πλέον μετωπικά και με σκληρές εκφράσεις που δεν συνάδουν με το βρετανικό φλέγμα. Η αντιπαράθεση διαπερνά όλα τα κόμματα, δείγμα ότι το πρόβλημα στην αστική τάξη είναι μεγάλο. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι του Brexit είναι ο δημοφιλής πρώην δήμαρχος του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον (και αντίπαλος του Κάμερον για την ηγεσία των συντηρητικών), ο ηγέτης του «εθνικιστικού» Ukip, Νάιτζελ Φάρατζ, ο πρώην υπουργός της Θάτσερ Νάιτζελ Λόσον και ο υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Κάμερον Μάικλ Γκόουβ. Στο στρατόπεδο του «Μέσα», με το οποίο συντάσσεται σύσσωμο το Σίτι του Λονδίνου, είναι ο ηγέτης των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν (αν και κατηγορείται για υποτονική στήριξη), ο νεοεκλεγείς δήμαρχος του Λονδίνου Σαντίκ Καν, πλήθος προσωπικοτήτων εκτός πολιτικής και φυσικά ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον. Πρόσφατα σχετικά συντάχθηκαν με το «Μέσα» και τα μεγάλα βρετανικά συνδικάτα.
Είναι φανερό πως το πολιτικό σκηνικό της Βρετανίας είναι «άνω–κάτω» διαρρηγνύοντας κάποια πάγια ιδεολογικά στερεότυπα προηγούμενων δεκαετιών. Για κάποιους αναλυτές αυτή η κατάσταση αντικατοπτρίζει αυτό που συμβαίνει και στις ΗΠΑ, συγκρίνοντάς την με την εκεί προεκλογική διαδικασία και το «φαινόμενο Trump». Ενδεχομένως οι ομοιότητες να μην είναι μόνο φαινομενικές!
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επικρατεί μεγάλη ανησυχία στα διάφορα κέντρα αποφάσεων και όχι μόνο της ΕΕ. Ανήσυχη είναι και η Ουάσιγκτον, κρίνοντας από την προτροπή του προέδρου Ομπάμα να παραμείνει το Ηνωμένο Βασίλειο στην ΕΕ. Αλλά πιο ανήσυχος από όλους εμφανίζεται ο πρωθυπουργός Κάμερον, ο οποίος έχει συνδέσει το πολιτικό του μέλλον με την αποτροπή του Brexit. Ανάλογο μήνυμα, σε κοινή τους διακήρυξη, εναντίον της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ, εξέπεμψαν και οι ηγέτες της G7 από τη πρόσφατη Σύνοδο στην Ιαπωνία, προειδοποιώντας ότι το Brexit θα ήταν «σοβαρή απειλή στην παγκόσμια ανάπτυξη».
Από τη μια, Βερολίνο και Παρίσι φοβούνται «το άγνωστο» που μπορεί να προκύψει από ενδεχόμενη βρετανική έξοδο, μιας και είναι εντελώς αστάθμητο το πώς θα συμπεριφερθούν αν συμβεί αυτό. Από την άλλη, η Ουάσιγκτον υποστήριζε και υποστηρίζει μια Βρετανία στην ΕΕ, για να έχει ένα σημαντικό ρόλο στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, αφού «παραδοσιακά» οι θέσεις της Βρετανίας ήταν περισσότερο ευθυγραμμισμένες με εκείνες της Ουάσιγκτον από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Λογικά, αν η Βρετανία εγκαταλείψει την ΕΕ, το κενό που θα προκύψει για τις ΗΠΑ θα είναι σημαντικό.
Τα δύο στρατόπεδα εστιάζουν τα επιχειρήματά τους στην οικονομία. Το ίδιο κάνουν όλοι σχεδόν οι αναλυτές και οι οικονομικοί παράγοντες. Το Σίτι θα χάσει την προνομιακή του λειτουργία, εταιρείες θα μετακομίσουν σε ευρωπαϊκές χώρες για να μη χάσουν τις δυνατότητες που τους προσφέρει η ΕΕ, και η Βρετανία (που έχει υποβαθμίσει τη παραγωγική της βάση για χάρη της χρηματοπιστωτικής οικονομίας και των αντίστοιχων υπηρεσιών) θα χρειαστεί χρόνο για να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.
Η εστίαση αυτή στις οικονομικές επιπτώσεις που θα έχει η διατάραξη της αμφίδρομης σχέσης έχει ισχυρή υλική βάση. Ωστόσο, οι αλλαγές που θα επέλθουν στον ευρωπαϊκό χάρτη (και όχι μόνο) δεν θα είναι αποκλειστικά (και κύρια) οικονομικές. Και αυτή η προσέγγιση σχετίζεται με τους χειρισμούς που θα αναγκαστεί να κάνει το Λονδίνο, προκειμένου να ενισχύσει την επιρροή του στα διεθνή ζητήματα, αναζητώντας νέα ερείσματα στην παγκόσμια γεωπολιτική και οικονομική σκηνή.
Δεν είναι καθόλου «ιστορικό παράδοξο» το πώς η Βρετανία και η ειδική σχέση με την ΕΕ διαμόρφωσε σημαντικά τη πορεία της ΕΕ μέχρι σήμερα. Με το ένα πόδι στο κέντρο της Ευρώπης, το άλλο έξω, αλλά και το βλέμμα μόνιμα στραμμένο σε ένα ευρύτερο περιβάλλον, η Βρετανία έδειχνε να προσφέρει μια ισορροπία μεταξύ εκείνων των χωρών που επιθυμούσαν μεγαλύτερη ενσωμάτωση στην ΕΕ και εκείνων που δεν την επιθυμούσαν. Το Brexit ανατρέπει αυτές τις ισορροπίες και επιπλέον «θα διαβρώσει ακόμη περισσότερο την ειδική σχέση μεταξύ Βρετανίας και ΗΠΑ» επισημαίνει ο Αλαν Ντόμπσον (επίτιμος καθηγητής Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Swansea στην Ουαλία) και συμπληρώνει πως «η Βρετανία μόνο μέσα στην ΕΕ αντιμετωπίζεται από τις ΗΠΑ ως πιο ισχυρός και σημαντικός εταίρος». Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ιδιαίτερη σχέση ΗΠΑ – Βρετανίας θα διατηρηθεί στον ίδιο βαθμό, ύστερα από έξοδο της τελευταίας από την Ευρώπη. Η Ουάσιγκτον θα αναγκαστεί να ενισχύσει τις σχέσεις με τον γαλλογερμανικό άξονα, επιδιώκοντας ακόμα μεγαλύτερη ώσμωση σε επίπεδα γεωπολιτικής.
Επιπλέον, η Ουάσιγκτον προβληματίζεται και με ένα ακόμα ενδεχόμενο: την προοπτική μιας πιο στενής σχέσης του Λονδίνου με το Πεκίνο. Μία σινοβρετανική οικονομική προσέγγιση, στη σημερινή ευαίσθητη γεωπολιτική συγκυρία, σίγουρα δεν είναι ότι καλύτερο θα μπορούσαν να προσδοκούν οι ΗΠΑ από τον πιο στενό Ευρωπαίο σύμμαχο, τα τελευταία εβδομήντα χρόνια. Μια τέτοια εξέλιξη προετοιμάζει το έδαφος και για αλλαγή της στάσης της Βρετανίας σε άλλα μέτωπα άμεσου αμερικάνικου ενδιαφέροντος, όπως για παράδειγμα η διένεξη στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Το σίγουρο είναι ότι ο Κάμερον, και εξαιτίας των εσωτερικών πολιτικών πιέσεων αλλά και για να εμφανίσει την Βρετανία ως έναν κρίσιμο παγκόσμιο παίκτη, δείχνει ότι η κυβέρνηση του είναι αποφασισμένη να κάνει ακόμα πιο στενή σχέση με την Κίνα. Και η επιτυχία αυτής της προσέγγισης θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό και από το πόσο θα πετύχει να προσαρμόσει τα νέα δεδομένα και την «ειδική σχέση» που έχει η χώρα του με ΕΕ και ΗΠΑ.
Όλα αυτά είναι λίγο μπερδεμένα και αποτελούν στοιχεία διαφόρων σεναρίων. Και κάθε φορά που μιλάμε για σενάρια, ο κίνδυνος να χαθεί κανείς μέσα σε αυτά είναι μεγάλος. Ωστόσο, το ότι οι Βρετανοί καλούνται να αποφασίσουν για το αν θα μείνουν ή θα φύγουν από την ΕΕ, όποιο και να είναι το αποτέλεσμα, θα αποδειχθεί σταθμός για την Ευρώπη. Αν οι Βρετανοί αποφασίσουν να φύγουν από την ΕΕ θα έχουμε κάτι περισσότερο από ένα απλό σενάριο, μιας και θα ξεκινήσει η αρχή του «ξηλώματος του πουλόβερ».
Αν πάμε στην περίπτωση που οι Βρετανοί ψηφίσουν να παραμείνουν στην ΕΕ (με το ένα πόδι, όπως πάντα), η Ευρώπη θα νιώσει ότι έχει αποφύγει μία μεγάλη περιπέτεια. Τουλάχιστον ως την επόμενη. Στις Βρυξέλλες θα επικρατήσει ανακούφιση και (τεχνική) αισιοδοξία για το γεγονός ότι το σύνδρομο ενός Brexit δεν θα επεκταθεί και σε άλλα κράτη μέλη. Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι η Ευρώπη θα ξεπεράσει την κατάσταση εσωστρέφειας και αμφισβήτησης που διανύει και η οποία έχει ενισχυθεί από τις διαδικασίες του βρετανικού δημοψηφίσματος. Καλού-κακού, ωστόσο, η ΕΕ προγραμμάτισε σύνοδο κορυφής για τις 28–29 Ιουνίου, λίγες δηλαδή ημέρες μετά το βρετανικό δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου.
Χ.Β