Αντίσταση στα Γιάννενα


Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Τα κλεισίματα εργοστασίων και οι απαντήσεις του εργατικού κινήματος

Η βιομηχανία ΦΑΓΕ ανακοίνωσε την αποχώρησή της από την αγορά του γάλακτος και προχωράει στο κλείσιμο του εργοστασίου στο Αμύνταιο Φλώρινας και την πώληση των κτιριακών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων. Ακόμη ένα εργοστάσιο κλειστό και εργάτες στο δρόμο.

Το ερώτημα που προκύπτει από αυτή την εξέλιξη, που αποτελεί ακόμα έναν κρίκο σε μία ολόκληρη αλυσίδα αποβιομηχανοποίησης και καταστροφής πρώτα από όλα της ζωής των εργατών, είναι αν μπορούν να υπάρξουν απαντήσεις από την μεριά του κινήματος. Μέχρι τα σήμερα έχουν δοθεί διάφορες απαντήσεις από διάφορες πλευρές. Μία απάντηση είναι να πάρουν οι εργάτες τα κλειστά εργοστάσια και να τα δουλέψουν οι ίδιοι, ήδη λειτουργούν η ΒΙΟΜΕ και οι ΡΟΜΠΕΝ του ΞΥΛΟΥ. Μία άλλη απάντηση είναι η δημιουργία συνεταιρισμών ανέργων (ΚΟΙΝΣΕΠ) και ανάληψη επαγγελματικής δραστηριότητας είτε παραγωγικής είτε σε άλλο κλάδο. Από άλλους (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τροτσκιστές) διατυπώνεται η «διεκδίκηση» για άμεση εθνικοποίηση των εργοστασίων που κλείνουν με ταυτόχρονη εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος για να μπορούν να χρηματοδοτούνται τα εργοστάσια , και κρατικές παραγγελίες για να μπορούν να δουλεύουν.
Έχει σημασία να δούμε πως διαμορφώνονται τα δεδομένα και πάνω σε αυτά να οικοδομηθεί μία ταξική – πολιτική απάντηση από τη μεριά του κινήματος.
Το κεφάλαιο, στην κρίση αναπαραγωγής του που αδυνατεί να ξεπεράσει, καθώς το ζήτημα δεν είναι στενά οικονομικό, απαντάει με μεγαλύτερη ένταση της επίθεσης στους εργαζόμενους, η οποία μάλιστα διευρύνεται και σε μεγάλα τμήματα των μεσοστρωμάτων, με αποτέλεσμα να συρρικνώνεται ακόμα περισσότερο η αγορά και να επιτείνει την κρίση. Το κεφάλαιο, τόσο διεθνώς όσο και στην χώρα μας, δεν επιζητάει το κέρδος από την παραγωγή αλλά από τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Στη διαδικασία των επενδύσεων μπαίνει μόνο όταν έχει εχέγγυα για μακροπρόσθεσμη και μεγάλη κερδοφορία με υποταγμένο το εργατικό δυναμικό. Την πολιτική του κεφαλαίου την φορτώνονται στις πλάτες τους η εργατική τάξη και όλοι οι εργαζόμενοι συνολικά, καθώς βυθίζεται το επίπεδο της ζωής τους και αυτό κρατάει για χρόνια.

 Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, μία μόνο πραγματική απάντηση υπάρχει, της επανάστασης και της ανατροπής αυτού του βάρβαρου εκμεταλλευτικού συστήματος για την οικοδόμηση μίας νέας κοινωνίας. Η σημασία αυτή της απάντησης, για όσους την υιοθετούν πραγματικά και όχι στα λόγια, κατευθύνει και την δράση τους στα πλαίσια του εργατικού – λαϊκού κινήματος. Και  φυσικά δεν εννοούμε έναν «επαναστατικό λόγο» που δεν έχει να προσφέρει τίποτα στους εργάτες και τους εργαζόμενους γενικά, αλλά μία πολιτική κατεύθυνση που από την μία θα υπερασπίζεται το επίπεδο ζωής των εργαζόμενων και από την άλλη θα συγκροτεί τους ιδεολογικούς-πολιτικούς κι οργανωτικούς όρους ανάπτυξης του κινήματος στο επίπεδο που απαιτεί η εποχή μας.
Στον αντίποδα, κινούνται κάποιες απόψεις οι οποίες αναζητούν «χειροπιαστά αποτελέσματα» και δεν θέλουν να περιμένουν ως τη «δευτέρα παρουσία» αλλά εδώ και τώρα οι εργάτες να βρουν δουλειά και μεροκάματο. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το ζήτημα να μην βουλιάξει στην κόλαση της ανεργίας ο κόσμος της δουλειάς είναι ζωτικής σημασίας και κρίσιμο μέτωπο πάλης απέναντι στο κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του. Είναι ζήτημα διεκδίκησης η ανεργία να μην ισοδυναμεί με εξαθλίωση σε όλα τα επίπεδα της ζωής των εργαζόμενων. Επίδομα ανεργίας που να καλύπτει το κόστος της ζωής, πλήρη και δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καθολική πρόσβαση των ανέργων σε όλα τα δικαιώματα. Είναι φανερό ότι αυτή η πολιτική κατεύθυνση έχει την «αδυναμία» ότι δεν…τρώγεται. Αλλά, αλήθεια, ποια κατεύθυνση μπορεί να έχει «χειροπιαστά» αποτελέσματα που θα αντιστρέψουν την κατάσταση μετά το κλείσιμο ενός εργοστασίου ή μίας επιχείρησης; Μήπως οι εθνικοποιήσεις που προβάλλουν όλο και πιο έντονα οι χώροι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των τροτσκιστών; Ούτε οι ίδιοι οι εμπνευστές αυτών των προτάσεων δεν πιστεύουν κάτι τέτοιο, όσο και αν προσπαθούν να τις παρουσιάσουν σαν «ολοκληρωμένη» απάντηση. Και εδώ δεν μιλάμε για το περιεχόμενο αυτών των προτάσεων, οι οποίες σε κάποιες περιόδους και κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις μπορούν να γίνουν και από τις ίδιες τις δυνάμεις του συστήματος -μην ξεχνάμε ότι και στην χώρα μας, έχουν γίνει κρατικοποιήσεις τόσο από τον Κ. Καραμανλή, στην περίοδο της μεταπολίτευσης όσο και τον Α. Παπανδρέου, την δεκαετία του ’80, «κοινωνικοποιήσεις» τις έλεγε τότε το ΠΑΣΟΚ. Αναφερόμαστε στις προϋποθέσεις που απαιτούνται και κυρίως ποιος θα είναι ο φορέας μίας πολιτικής εθνικοποιήσεων.

 Ας εξετάσουμε όμως την πιο «άμεση» απάντηση, αυτή της συνεταιριστικής μορφής και της λειτουργίας ενός εργοστασίου ή μίας επιχείρησης από τους πρώην εργαζόμενους ή άλλους ανέργους. Η συνεταιριστική μορφή έχει ήδη βρεθεί με την μορφή των ΚΟΙΝΣΕΠ (Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση) με νόμο του ΠΑΣΟΚ από το 2011 στα πλαίσια της «κοινωνικής οικονομίας» και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για «παραγωγικούς σκοπούς». Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ με δήλωση του υφυπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, Αλέξη Χαρίτση, σε ημερίδα για την Κοινωνική Οικονομία, τον Δεκέμβρη του 2015, λέει ότι «η κυβέρνηση σχεδιάζει την αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού πτωχευμένων ή εγκαταλειμμένων παραγωγικών μονάδων και την παραχώρησή τους σε συνεταιρισμούς εργαζομένων στις επιχειρήσεις αυτές ή άλλων ανέργων». Και συνεχίζει λέγοντας ότι: «Πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις έχουν εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες ή τους μετόχους τους και, παρά τις δυνατότητες ανάπτυξής τους, δεν ενδιαφέρουν κανέναν εκτός από τους εργαζόμενους που χρειάζονται να εργαστούν και να ζήσουν τις οικογένειές τους. Είναι ένα εγχείρημα στο οποίο όλοι μας, στον τομέα ευθύνης του και βάσει της τεχνογνωσίας κάθε υπουργείου, θα πρέπει να συνδράμουμε σε επίπεδο σχεδιασμού και υλοποίησης». Οι πολιτικές δυνάμεις του συστήματος «φροντίζουν» για τα θύματα της βάρβαρης πολιτικής τους, είναι αυτό που λέει ο λαός «να σε κάψω Γιάννη, να σε αλείψω λάδι».

 Οι συνεταιρισμοί έχουν επαγγελματικά- επιχειρηματικά χαρακτηριστικά, ανεξάρτητα από τις διαθέσεις των μελών τους και το είδος της διεύθυνσης (π.χ. συλλογικής). Η συμφωνία συμμετοχής του καθενός έχει στην βάση της τον βιοπορισμό μέσα από την παραγωγή και την πώληση προϊόντων, μία επιλογή που μπορεί και κάνει ο καθένας για να ζήσει αυτός και η οικογένειά του. Από την άποψη αυτή, αυτή η επιλογή δεν μπορεί να βαφτίζεται από κάποιους σαν «απελευθέρωση της εργατικής τάξης από τα αφεντικά», καθώς δεν αποτελεί παρά μία διαδικασία που μπορεί να λειτουργήσει «συμπληρωματικά» στα πλαίσια του συστήματος, όπως και το ίδιο αποδέχεται. Γι αυτό στην ΕΕ, η «κοινωνική οικονομία» καλύπτει, ανάλογα τη χώρα, ένα 10%- 15% της καπιταλιστικής οικονομίας. «Οι εργάτες ξέρουν και μπορούν καλύτερα χωρίς αφεντικά» ακούμε από κάποιους. Το ξέρουμε, απαντάμε, και για αυτό παλεύουμε για την ανατροπή του συστήματος και την οικοδόμηση μίας νέας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, με τους εργάτες και τον λαό αφέντες στον τόπο και κόπο τους.
Είναι σημαντικό να τεθούν και κάποια ερωτήματα τα οποία προκύπτουν ή θα προκύψουν στην πράξη τέτοιων εγχειρημάτων. 1) Σήμερα, μέσα στη φτώχεια και την εξαθλίωση που έχουν επιβληθεί στο λαό, πόσο μπορεί να επιβιώσει ένας τέτοιος συνεταιρισμός; Και εδώ δεν μιλάμε –εκτός και αν περί αυτού πρόκειται- για πώληση σε έναν μικρό κύκλο «αλληλέγγυας αγοράς» αλλά για μία «κανονική» παραγωγή και διακίνηση προϊόντων που να μπορεί να θρέψει τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους. 2) Οι εργάτες και όλοι οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα διεκδικούν και παλεύουν να μην μειωθούν οι μισθοί και τα μεροκάματα. Στους συνεταιρισμούς τι θα κάνουν; Θα αποδεχθούν τους νόμους της αγοράς; 3) Σε συνδυασμό με τα δύο προηγούμενα ερωτήματα, πόση υπεραξία (απλήρωτο χρόνο εργασίας) πρέπει να αποσπάσουν οι συμμετέχοντες σε έναν συνεταιρισμό από τους εαυτούς τους, για να μπορέσει να προχωρήσει η παραγωγική διαδικασία και η πώληση των προϊόντων; Καθώς το τελικό προϊόν δεν είναι ένα «εργατικό» προϊόν αλλά ένα εμπόρευμα μέσα σε μία καπιταλιστική αγορά. Δυστυχώς το εμπόρευμα δεν αλλάζει χαρακτήρα επειδή το παράγουν και το διακινούν εργάτες «χωρίς αφεντικά». Εδώ νομίζουμε ότι ταιριάζει απόλυτα αυτό που είχε γράψει ο Φρ. Ένγκελς: «Το κέρδος του κεφαλαίου βγαίνει στο ακέραιο με την μείωση στον κανονικό μισθό της εργασίας και έτσι μπορεί ολόκληρη η υπεραξία να χαρίζεται στον αγοραστή. Αυτό είναι το μυστικό της καταπληκτικής φτήνιας των περισσότερων γερμανικών ειδών εξαγωγής» (Για το ζήτημα της κατοικίας). Έτσι, λοιπόν, τα προϊόντα αυτών των συνεταιρισμών, για να είναι «ανταγωνιστικά», θα πρέπει να χαρίσουν στον αγοραστή ολόκληρο τον απλήρωτο χρόνο εργασίας των εργατών και «φυσικά» να μειωθεί και ο εργατικός μισθός που θα αντιστοιχούσε σε αυτή την εργασία. Κατά την γνώμη μας, όσο η εργατική δύναμη παραμένει, στα πλαίσια του εκμεταλλευτικού συστήματος, ένα εμπόρευμα και όσο παράγει εμπορεύματα με ανταλλακτική αξία και όχι αξία χρήσης, τόσο είναι δεμένη με χίλια νήματα με το καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και διανομής, ανεξάρτητα εάν είναι μία «κλασσική» ή «εναλλακτική» επιχείρηση, εργοστάσιο κλ.π.

 Το σχέδιο για την ανατροπή του συστήματος από τα «μέσα», οργανώνοντας μία συνεταιριστική πλημμυρίδα που θα πνίξει τον καπιταλισμό, μπορεί να έχει μία «ευγένεια» -απέναντι στο σύστημα – αλλά διαπνέεται από την ίδια ουτοπία των πρώτων προσπαθειών των εργατών να απαλλαγούν από τα δεσμά τους, καθώς δεν λύνει δύο βασικά ζητήματα και ένα τρίτο για μία χώρα όπως η δική μας. Το ζήτημα της εξουσίας, το ζήτημα της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την κατάκτηση της ανεξαρτησίας από τους ιμπεριαλιστές επικυρίαρχους