Αντίσταση στα Γιάννενα


Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Πόσο «αποχωρεί» η Ρωσία από την Συρία;

«Αιφνιδιαστικά», για πολλούς, ανακοίνωσε ο Πούτιν την αποχώρηση μέρους των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων από το συριακό έδαφος.
Οι περισσότεροι μιλούν για ελιγμό του Πούτιν και αναμφίβολα πρόκειται για ελιγμό. Ορισμένοι μάλιστα θέτουν το ερώτημα γιατί ο Πούτιν «υποχωρεί» την ώρα που «νικάει» υπενθυμίζοντας ότι ανάλογα έπραξε και στο μέτωπο της Ουκρανίας. Μόνο που η Ρωσία ούτε από την Ουκρανία έχει «αποχωρήσει» ούτε από τη Συρία σκοπεύει να φύγει. Το ζήτημα είναι ποια η βάση, η σκοπιμότητα και οι στόχοι αυτού του ελιγμού.


Το γενικότερο πλαίσιο
Αυτό που κατ’ αρχάς χρειάζεται να είναι κατανοητό είναι το γενικότερο πλαίσιο και οι συνολικοί συσχετισμοί μέσα στους οποίους εξελίσσεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Σ’ αυτό το πεδίο, υπάρχει μια σαφής υπεροχή του δυτικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ ιδιαίτερα όταν αυτό λειτουργεί και δρα ενιαία.
Απέναντί του ο ρωσικός ιμπεριαλισμός (με εξαίρεση το στοιχείο της πυρηνικής ισορροπίας) υστερεί οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά και ιδιαίτερα στο πεδίο των συμμαχιών. Η συνεργασία λ.χ. με την Κίνα δεν έχει ολοκληρωθεί σε συμμαχία στρατηγικού χαρακτήρα όπως λ.χ. η Ευρωατλαντική (ΝΑΤΟ).
Αυτό είναι κάτι που το κατανοεί πολύ καλά ο Πούτιν, γι’ αυτό και ο καμβάς πάνω στον οποίο κινείται το θεώρημα της «πολυπολικότητας».
Σ’ αυτή τη λογική, βασικές εκφράσεις της πολιτικής του αποτελούν οι κινήσεις τροφοδότησης των -υπαρκτών- διαφωνιών στα πλαίσια του δυτικού μπλοκ και ει δυνατόν της δημιουργίας ρηγμάτων. Επίσης, η αποφυγή κινήσεων -όσο κάθε φορά αυτό είναι δυνατόν- που να οδηγούν σε συσπείρωση του δυτικού μπλοκ.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και το πολιτικό-στρατηγικό βάρος της κάθε περίπτωσης, το τι διακυβεύεται κάθε φορά. Όσον αφορά το ζήτημα της Ουκρανίας, η τυχόν μετατόπισή της (συνολικά) προς τη μία ή την άλλη πλευρά επιδρά αποφασιστικά στη διαμόρφωση των παγκόσμιων συσχετισμών. Πρόκειται συνεπώς για σύγκρουση κορυφαίου χαρακτήρα. Γι’ αυτό και η συνολική, ενιαία και δυναμική παρέμβαση των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Για τον ίδιο λόγο και η στρατιωτική επέμβαση (άμεση και έμμεση) του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην Κριμαία και τις ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας. Το ότι η σύγκρουση «πάγωσε» με τις συμφωνίες του Μινσκ έγινε για συγκεκριμένους λόγους. Έγινε επειδή η Δύση στο συγκεκριμένο πεδίο δεν μπορούσε να προωθήσει τις επιδιώξεις της. Από την άλλη η Ρωσία έκρινε παρακινδυνευμένο να οδηγήσει τις εξελίξεις στα άκρα.

Το ζήτημα παραμένει ανοιχτό.

Είναι καθαρό πως η Ρωσία δεν πρόκειται να αποδεχτεί την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Άλλο τόσο είναι καθαρό πως ούτε η Δύση είναι διατεθειμένη να αποδεχτεί την ένταξη της Ουκρανίας στη συμμαχία που επιδιώκει η Ρωσία (Ρωσία, Ουκρανία, Καζακστάν, Λευκορωσία). Το τι θα δώσουν στη συνέχεια οι εξελίξεις μένει να το δούμε.

Η στρατιωτική παράμετρος
Πριν περάσουμε στο ζήτημα της Συρίας, χρήσιμο είναι να δούμε ορισμένες στρατιωτικές παραμέτρους του ζητήματος, μιας και είναι ευνόητη η σημασία τους. Όπως και παλιότερα έχουμε αναφέρει, η Ρωσία εμφανίζεται πολύ ισχυρή στρατιωτικά στις συγκρούσεις που εκδηλώνονται στον άμεσο περίγυρό της, όπως π.χ. στην περίπτωση της Γεωργίας και της Ουκρανίας. Μπορεί εύκολα να κινητοποιήσει τις ισχυρές στρατιωτικές της δυνάμεις σε όποια κλίμακα απαιτήσει η εξέλιξη των μαχών.
Η Δύση, από τη μεριά της, και πρόβλημα «σύμπνοιας» έχει σ’ αυτές τις περιπτώσεις και πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αναπτύξει δυνάμεις ικανές να αντιμετωπίσουν τον ρωσικό στρατό στα σύνορά του.
Δεν ισχύει το ίδιο για τις συγκρούσεις που εξελίσσονται σε περιοχές απομακρυσμένες από το ρωσικό έδαφος. Η Ρωσία δεν διαθέτει ούτε τις συμμαχίες, ούτε τις βάσεις, ούτε τους στόλους που διαθέτει η Δύση ιδιαίτερα όταν αυτή εμφανίζεται ενιαία. Ακόμη περισσότερο έχει το μεγάλο πρόβλημα μεταφοράς στρατευμάτων, όπλων, εφοδίων και ενισχύσεων μια και η κύρια οδός μεταφοράς (όπως π.χ. στην περίπτωση της Σύριας) ελέγχεται από δυνάμεις προσκείμενες στη Δύση (Βόσπορος, Προποντίδα, Αιγαίο).

Συρία και Μ. Ανατολή
Όσον αφορά την περίπτωση της Συρίας.
Οι κινήσεις κατά κύριο λόγο των ΗΠΑ και συνολικά της Δύσης στον ολοκληρωτικό έλεγχο της Μ. Ανατολής έχουν βασικό στοιχείο την εκτόπιση της Ρωσίας και το ξήλωμα των ρωσικών βάσεων στη Συρία, που προϋπόθεσή της ήταν η ανατροπή του Άσαντ.
Από την μεριά της, η Ρωσία, με την ενίσχυση του Άσαντ και κυρίως με τη στρατιωτική της επέμβαση ανέτρεψε τα στρατιωτικά δεδομένα και έδειξε με τον πιο καθαρό τρόπο ότι δεν είναι διατεθειμένη να αποχωρήσει αμαχητί. Ταυτόχρονα αυτή η επέμβαση, η πρώτη μακριά από τα σύνορά της σηματοδότησε τις διαθέσεις αλλά και τις δυνατότητες του ρωσικού ιμπεριαλισμού να διεκδικήσει τον ρόλο του στα παγκόσμια δρώμενα.
Έχει μια ιδιαίτερη σημασία να δούμε τις πολιτικές και γενικότερες διαστάσεις του ζητήματος.
Οι πραγματικοί συσχετισμοί, οι συνολικότεροι αλλά και το πώς εκφράζονται στην περιοχή, θέτουν εκ των πραγμάτων ορισμένα όρια στις ρωσικές επιδιώξεις. Η Ρωσία δεν έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει λ.χ. τον συνολικό έλεγχο της περιοχής και μέσα από μια συνολική αναμέτρηση με την Δύση. Αυτό που επιδιώκει στη φάση αυτή είναι να εδραιώσει τα ερείσματά της, τον ρόλο της, το «μερτικό» της. Από την άλλη μεριά, οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αντιλαμβάνονται πλέον ότι ο συνολικός εκτοπισμός της Ρωσίας από την περιοχή δεν είναι μια απλή υπόθεση. Γι’ αυτό και εμφανίζονται «συγκρατημένες» απέναντι στις «φιλοπόλεμες» διαθέσεις των τοπικών τους συμμάχων (Τουρκία, Σ. Αραβία, και «λοιποί εταίροι»).
Οι δυνάμεις αυτές αντιλαμβάνονται ότι ένας συμβιβασμός της Δύσης με τη Ρωσία ματαιώνει τα σχέδια και ψαλιδίζει τις φιλοδοξίες τους, ενώ μπορεί και να επιδεινώσει τα προβλήματα που ήδη αντιμετωπίζουν (πχ. Κουρδικό, Υεμένη). Αποτελούν σημαντικό παράγοντα των εξελίξεων στην περιοχή, ωστόσο δύσκολα θα μπορούσαν να πάρουν πρωτοβουλίες χωρίς την έγκριση ή πολύ περισσότερο σε αντίθεση με τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ-Δύσης.
Όσον αφορά τις δυνάμεις της Δύσης είναι ένα ζήτημα το κατά πόσο είναι διατεθειμένες να οδηγήσουν τη σύγκρουση στις πιο ακραίες της συνέπειες και σε μια γενικευμένη αναμέτρηση. Ταυτόχρονα αντιλαμβάνονται ότι μια κλιμάκωσή της σ’ αυτή την εύφλεκτη περιοχή, με τα τόσα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και επιδιώξεις μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες εξελίξεις και όχι απαραίτητα τις πιο επιθυμητές για τις ίδιες.
Ήδη βλέπουν πως αυτό που «κατόρθωσαν» τελικά με την προώθηση του ISIS ήταν να δώσουν τη δυνατότητα στη Ρωσία να αποκτήσει δεσμούς και ερείσματα όχι μόνο στη Συρία, αλλά και στο Ιράκ, τους Κούρδους, τον Λίβανο (Χεζμπολάχ). Πάνω απ’ όλα, να ενισχύσει τους δεσμούς της με το Ιράν, σε μια περίοδο μάλιστα που οι ΗΠΑ επιχειρούν να το προσεγγίσουν. Το τελευταίο που θα ‘θελαν θα ήταν να οδηγήσουν το Ιράν (και άλλες δυνάμεις), μέσα από μια πιθανή σύγκρουσή του με Σ. Αραβία ή και με Τουρκία, στο να προσδεθεί ακόμη περισσότερο στη Ρωσία.

Προς έναν προσωρινό συμβιβασμό;
Πώς τίθεται πλέον το ζήτημα, όπως και να έχει, με τις κινήσεις του, ο Πούτιν, τόσο με την επέμβαση όσο και την απόσυρση δυνάμεων, έδειξε με σαφήνεια και το τι επιδίωκε και μέχρι πού (τουλάχιστον γι’ αυτή τη φάση).
Όσον αφορά ειδικότερα το ζήτημα Άσαντ, στο πρόσωπο του οποίου έχουν επικεντρώσει τα πυρά τους οι δυτικοί, οι τοπικοί τους σύμμαχοι και η συριακή αντιπολίτευση: το ζήτημα για τους Ρώσους (και όχι μόνο γι’ αυτούς) δεν βρίσκεται στο πρόσωπο αλλά στο αν η οποιαδήποτε λύση θα διασφάλιζε την παρουσία του ρωσικού ιμπεριαλισμού στη Συρία. Με τους υπάρχοντες όρους -όσο τουλάχιστον μπορούμε να τους διακρίνουμε- όσο ο Άσαντ έχει ανάγκη τη στήριξη των Ρώσων άλλο τόσο τον χρειάζεται και η Ρωσία.
Το ζήτημα, από εκεί και πέρα, βρίσκεται στο τι είναι διατεθειμένες να αποδεχτούν οι δυτικές δυνάμεις, που ας σημειωθεί δεν συμφωνούν πάντα μεταξύ τους ως προς το τι επιδιώκουν, με τι μέσα να το προωθήσουν και μέχρι πού. Αυτό είναι άλλωστε κάτι στο οποίο πάντα υπολογίζει ο Πούτιν και ανάλογα επιχειρεί να το αξιοποιεί με τις κινήσεις του.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι επίκειται ένας κάποιος συμβιβασμός;
Με βάση το σύνολο των δεδομένων, κανείς δεν θα μπορούσε ούτε να τον αποκλείσει αλλά και ούτε να στοιχηματίσει σε κάτι τέτοιο.
Αυτό που μπορούμε είναι να επισημάνουμε ορισμένες παραμέτρους που επιδρούν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Με βάση το ότι διανύουμε μια περίοδο έντασης των ανταγωνισμών και σε συνθήκες αναδιάταξης δυνάμεων που τον παροξύνει, ένας συμβιβασμός ολοκληρωμένος, μακρόπνοος και οριστικός δεν είναι εφικτός. Οι ιμπεριαλιστές, είτε με «διαλείμματα» είτε με εξάρσεις, θα συνεχίσουν να ανταγωνίζονται στις πλάτες των λαών. Θα συνεχίσουν να μακελεύουν λαούς, να ρημάζουν και να κομματιάζουν χώρες.
Στην κατεύθυνση της προσωρινότητας ενός πιθανού συμβιβασμού επιδρούν οι φιλοδοξίες και αντιθέσεις των τοπικών δυνάμεων (Τουρκία, Σ. Αραβία, Ιράν κ.ά.). Οι δυνάμεις αυτές δεν έχουν μεν τις δυνατότητες των ιμπεριαλιστών αλλά είναι πάντα σε θέση να πυροδοτούν εντάσεις, να υπονομεύουν συμφωνίες (και συνήθως με πράσινο φως από τους ιμπεριαλιστές).
Από την άλλη μεριά, υπάρχουν ορισμένες διαφορές σε σχέση λ.χ. με την Ουκρανία, όπου το διακύβευμα είναι τέτοιο που πολύ δύσκολα θα μπορούσε να «διαμοιραστεί». Ένας -προσωρινός πάντα- συμβιβασμός είναι νοητός και όχι μόνο επειδή υπάρχουν ανάλογα ιστορικά προηγούμενα στην περιοχή. Κυρίως επειδή σε μια τέτοια κατεύθυνση επιδρούν τα δεδομένα και οι συσχετισμοί που έχουν διαμορφωθεί. Γι’ αυτό άλλωστε παρεμβαίνουν το σύνολο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ενεργά Γαλλία, Αγγλία, η Γερμανία προσανατολίζεται σε πιο ενεργό (και στρατιωτικά πλέον) ανάμειξη στις διεθνείς εξελίξεις, ενώ και η Κίνα δεν κρύβει το «ενδιαφέρον» της για τα τεκταινόμενα στην περιοχή.
Στην ίδια κατεύθυνση -της προσωρινής «ανάπαυλας»- μπορούμε να υποθέσουμε για την ώρα έναν ακόμη παράγοντα. Η -σχετικά- «συγκρατημένη» στάση των ΗΠΑ πιθανά να συναρτάται με ευρύτερους σχεδιασμούς που ένα βασικό τους στοιχείο αποτελεί το άνοιγμα των διαύλων επικοινωνίας με το Ιράν. Κανείς βέβαια δεν μπορεί να προδικάσει την εξέλιξή τους, ενώ θα πρέπει να συνυπολογίζεται πάντα η δυσκολία διευθέτησης των αντιθέσεων του Ιράν με τις σύμμαχες των ΗΠΑ δυνάμεις της περιοχής. Αλλά έστω σαν «υπόθεση εργασίας», το ενδεχόμενο απόσπασης του Ιράν από τη ρωσική επιρροή θα έφερνε τις ΗΠΑ σε ασύγκριτα πλεονεκτική θέση.

Ένα ζήτημα που μας αφορά άμεσα
Το ΝΑΤΟ ανέλαβε να επιτηρεί -«προσωρινά»- το Αιγαίο για να ελεγχθεί, λέει, το κύμα των προσφύγων.
Ας το ‘χουμε καθαρό. Το ΝΑΤΟ ήρθε για να μείνει. Ο πραγματικός στόχος είναι ο έλεγχος όλης της διαδρομής που ξεκινάει από τον Εύξεινο, περνάει από τα στενά του Βοσπόρου και της Προποντίδας και συνεχίζεται στο «διάδρομο» του Αιγαίου.
Η κίνηση αυτή συνδέεται άμεσα τόσο με τις εξελίξεις στην Μ. Ανατολή όσο και το συνολικότερο ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό.
Πρόκειται για μια εξέλιξη αρνητική και επικίνδυνη συνολικά για τους λαούς και ειδικότερα για τον λαό και τη χώρα μας. Ολοφάνερα φέρνει την ένταση στα νερά μας, με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται.
Θέτει ζήτημα εδαφικής κυριαρχίας, η οποία εκχωρείται από την «αριστερή μας κυβέρνηση» στο ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα ευνοεί τη δημιουργία συνθηκών πιο έντονης αμφισβήτησης αυτής της κυριαρχίας από τη μεριά της Τουρκίας με όλες τις εντάσεις και τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτό.
Αποτελεί συνεπώς ένα κρίσιμο ζήτημα και σαν τέτοιο οφείλεται να αντιμετωπισθεί από τους κομμουνιστές και συνολικά από τις λαϊκές δυνάμεις.

Βασίλης Σαμαράς