Αντίσταση στα Γιάννενα


Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Το ασφαλιστικό και οι αντιθέσεις που το χαρακτηρίζουν

Στο προηγούμενο φύλλο αυτής της εφημερίδας αναφερθήκαμε σ” αυτά που κατά την άποψή μας συνιστούν την ουσία του ασφαλιστικού ζητήματος. Συνεχίζοντας στην ίδια λογική, θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε επιγραμματικά ορισμένα στοιχεία αυτής της τοποθέτησης, τα οποία τη συνδέουν με τη σημερινή.
Οι εξελίξεις κινούνται στο πλαίσιο μιας σκληρής ταξικής αναμέτρησης με αντικείμενο τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων. Δικαιώματα που δέχονται την επίθεση του συστήματος στο πλαίσιο της γενικευμένης επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά τον κόσμο της δουλειάς.
Την άποψή μας ότι το ασφαλιστικό δικαίωμα των εργαζομένων δεν είναι μια απλώς «ηθική» ή μόνο κοινωνική (αλληλεγγύης κ.λπ.) αλλά μια πραγματική, στέρεη και αδιαφιλονίκητη οικονομική βάση.
Συνδέεται με τη θέση και το ρόλο του κόσμου της δουλειάς στην παραγωγική, οικονομική διαδικασία, στη δημιουργία του πλούτου της κοινωνίας, του επιπέδου ανάπτυξής της, του παράγομενου προϊόντος.
Την άποψή μας ότι αποτελεί ένα πλήρες και καθολικό δικαίωμα που αφορά όλους τους εργαζόμενους και όχι μόνο αυτούς στους οποίους «αναγνωρίζεται» αυτό το δικαίωμα από το σύστημα, μια καθολικότητα που συνδέεται ευθέως και απορρέει από τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγικής, οικονομικής διαδικασίας.
Στην ίδια βάση, η διεκδίκηση αυτού του δικαιώματος από τους εργαζόμενους δεν απευθύνεται στον τάδε ή δείνα καπιταλιστή ή μερίδα του κεφαλαίου, αλλά συνολικά στο κεφάλαιο και πιο συγκεκριμένα στον συλλογικό του εκφραστή, το κράτος, τις κυβερνήσεις του.
Στην ίδια και μόνο κατεύθυνση μπορούν να αναζητηθούν οι ευθύνες για την αποτελεσματική, παραγωγική ή όχι, διαχείριση του υπερ-προϊόντος, στο βαθμό που αυτή η διαχείριση βρισκόταν (και βρίσκεται) στην κυρίαρχη δικαιοδοσία του κεφαλαίου και στην οποία οι εργαζόμενοι δεν είχαν κανένα λόγο.
Από την ίδια θέση ισχύος το κεφάλαιο με το κράτος και τις κυβερνήσεις του διαχειρίζεται το εισόδημα του ενεστώτος έτους. (Γιατί αυτό που κατανέμεται, διανέμεται κάθε φορά είναι κατά βάση το εισόδημα του ενεστώτος έτους). Μια διανομή που οδηγεί στο να δίνεται το ελάχιστο δυνατό στον κόσμο της δουλειάς και το μέγιστο να υφαρπάζεται και να παρακρατείται από το κεφάλαιο.
Αυτός ο τρόπος «διανομής» δεν υπόκειται σε κάποιο «αντικειμενικό» κριτήριο, αλλά καθορίζεται από την κυριαρχική θέση του κεφαλαίου και με κριτήριο τα συμφέροντα και την απληστία του. Σ” αυτή τη βάση δεν αποτελεί και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο «διαλόγου», αλλά σκληρής ταξικής πάλης και του συσχετισμού που αυτή διαμορφώνει. Αποφασιστική σημασία σ” αυτό έχει το επίπεδο συγκρότησης της εργατικής τάξης.
Ο υποτιθέμενος διάλογος απλώς «δεν υπάρχει», δεν έχει καμιά αντικειμενική βάση και δεν μπορεί να έχει καμιά πραγματική υπόσταση. Στην πραγματικότητα, ούτε το κεφάλαιο θέλει κανένα διάλογο. Αυτό που θέλει μέσω του «διαλόγου» είναι να προσεταιρισθεί συμμάχους και κολαούζους που ψάχνουν προσχήματα συνθηκολόγησης.
Ταυτόχρονα κινδυνολογεί, επιχειρεί να τρομοκρατήσει, να δημιουργήσει σύγχυση (αξιοποιώντας και τις αντιφάσεις του υπάρχοντος ασφαλιστικού συστήματος), να αποπροσανατολίσει, να δημιουργήσει ρήγματα στη λαϊκή αντίσταση και πάλη, να αδρανοποιήσει το λαϊκό παράγοντα.
Στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση οφείλει να κινηθεί ο εργαζόμενος λαός.
Με πλήρη συνείδηση ότι απέναντί του έχει έναν αποφασισμένο και ανελέητο ταξικό εχθρό που έχει ξεκαθαρισμένους στόχους και επιδιώξεις. Οτι αυτό που έχει, μπορεί και οφείλει να αντιπαρατάξει είναι η δική του μαζική, οργανωμένη, αποφασιστική, μαχητική αντίσταση και πάλη.
Η βασική αντίθεση
Ενα σημαντικό ζήτημα αποτελεί ο προσδιορισμός της βασικής αντίθεσης στο θέμα του ασφαλιστικού. Αυτής που διαχωρίζει τις αντιπαρατιθέμενες δυνάμεις και στο έδαφος της οποίας διεξάγεται αυτή η αντιπαράθεση, ανεξάρτητα από τις μορφές που παίρνει κάθε φορά και τις διακυμάνσεις της. Αυτή ορίζεται από τη θέση, το ρόλο και τα συμφέροντα των ταξικών δυνάμεων που αντιπαρατίθενται, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται, ορίζουν και αντιμετωπίζουν το πρόβλημα.
Για την εργατική τάξη αποτελεί πλήρες και καθολικό δικαίωμα του κόσμου της δουλειάς, που συναρτάται με τη δομή, τη λειτουργία, το χαρακτήρα της παραγωγικής, οικονομικής διαδικασίας. Από τη θέση και το ρόλο σ” αυτή τη λειτουργία της εργατικής τάξης. Από την καθοριστική συμβολή του κόσμου της δουλειάς στη δημιουργία του υπάρχοντος πλούτου, του επιπέδου ανάπτυξης και παραγωγικής δυνατότητας του διανεμόμενου εισοδήματος. Στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγικής, οικονομικής διαδικασίας.
Η άποψη αυτή αποτελεί μια θέση-οδηγό για τις διεκδικήσεις και την πάλη της εργατικής τάξης, που ορίζει και το πεδίο αναφοράς των όποιων τακτικών επιλογών χρειαστεί να κάνει στην πορεία της ταξικής πάλης.
Σε εντελώς αντίθετη τροχιά κινείται η άποψη του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο θεωρεί ότι η σχέση του με την εργατική τάξη αρχίζει και τελειώνει στην αγορά της εργατικής δύναμης, την τιμή της οποίας διαπραγματεύεται από θέση απόλυτης ισχύος.
Πέρα από αυτό και στον πυρήνα της «φιλοσοφίας» του δεν αναγνωρίζει κανένα άλλο δικαίωμα της εργατικής τάξης. Τα θεωρεί «ατομική» υπόθεση και «ευθύνη» των εργαζομένων. Από το να χάσει το χέρι του στη δουλειά ένας εργαζόμενος («ας πρόσεχε») μέχρι το πώς αντιμετωπίζει το πρόβλημα της αρρώστιας ή των γηρατειών («ας φρόντιζε» να “χει κάτι «στην άκρη»). Αυτή είναι η αντίληψη-οδηγός για το κεφάλαιο και όσο γίνεται πλησιέστερα σ” αυτό το «ιδανικό» θέλει να οδηγήσει τα πράγματα.
Η σύγκρουση ανάμεσα σ” αυτές τις δύο δυνάμεις, τις δύο αντιτιθέμενες απόψεις είναι διαρκής, σκληρή και ανελέητη. Υπάρχει από τότε που εμφανίστηκαν οι δυο τάξεις, συνεχίζεται καθημερινά και θα συνεχίζεται μέχρι την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και το πέρασμα σε μια άλλη, σοσιαλιστική κοινωνία. Οι διάφορες ρυθμίσεις, τέτοιες και αλλιώτικες, του ασφαλιστικού (και όχι μόνο) ζητήματος αποτελούν έκφραση και αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης, φέρουν κάθε φορά το αποτύπωμα του συσχετισμού που διαμορφώνεται στο πεδίο της ταξικής πάλης.
Για τι είδους «κρίση» μιλάμε
Εδώ και χρόνια δίνει και παίρνει η φιλολογία για την «κρίση» του ασφαλιστικού συστήματος. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται παρά για την προετοιμασία του εδάφους, την καλλιέργεια εκείνου του κλίματος που θα διευκολύνει την επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στα εργατικά δικαιώματα και σ” αυτό το πεδίο.
Τα κύρια επιχειρήματά της αναφέρονται:
α) Στις «αντοχές» της οικονομίας, τις οποίες -υποτίθεται- υπερβαίνουν οι «υπερβολικές» απαιτήσεις των εργαζομένων.
β) Στην «κατάρρευση» των ταμείων και συνολικά του ασφαλιστικού συστήματος.
γ) Στην αναλογιστική σχέση που διαμορφώνεται με αρνητικό τρόπο και με ακόμα πιο δυσμενείς προοπτικές.
Ας τα δούμε λίγο.
Σε σχέση με το πρώτο (τις «αντοχές της οικονομίας»), σύμφωνα με δικά τους στοιχεία, τα κέρδη του κεφαλαίου (τραπεζών και κάθε είδους επιχειρήσεων) τα τελευταία χρόνια έχουν εκτοξευτεί σε απλησίαστα ύψη. Αυτά τα «αντέχει» η οικονομία.
Ως προς την «κατάρρευση» των ταμείων, σύμφωνα και πάλι με στοιχεία από δικές τους πηγές, αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο σε συγκεκριμένη πολιτική που ακολουθήθηκε απέναντί τους. Τη μη στήριξη από το κράτος, την εισφοροδιαφυγή (από μεριάς εργοδοσίας), τη λεηλασία των όποιων αποθεματικών τους.
Οσον αφορά τις -σε διατεταγμένη υπηρεσία- «αναλογιστικές μελέτες», αυτές στηρίζονται κατά κύριο λόγο σε δεδομένα που παίρνονται αυθαίρετα και επιλεκτικά και το ίδιο αυθαίρετα «προεκτείνονται» στο… μέλλον.
Ολα αυτά, για να συγκαλυφθεί το πραγματικό πρόβλημα, η ουσία του ζητήματος. Το ότι στην πραγματικότητα αφορά το πρόβλημα κατανομής-διανομής του εθνικού εισοδήματος. Και, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, όχι του εισοδήματος του 1980 ή του 1990, αλλά του ενεστώτος έτους (και των άμεσα προσεχών).
Ταυτόχρονα, ένα πρόβλημα που δεν αφορά τη «διανομή» ανάμεσα στους νυν εργαζόμενους και τους απόμαχους της δουλειάς, άποψη που σερβίρεται για να αποπροσανατολίσει και να διχάσει τον κόσμο της δουλειάς.
Αφορά την κατανομή του και συνεπώς την αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και συνολικά τους εργαζόμενους, σε όποιο στάδιο της ζωής τους κι αν βρίσκονται.
Η τωρινή κρίση δεν έχει αιτία και αφετηρία της την «κρίση» του ασφαλιστικού συστήματος. Εχει ως βάση της την ιστορική ανατροπή των συσχετισμών σε βάρος της εργατικής τάξης και υπέρ του κεφαλαίου.
Το κεφάλαιο θεωρεί ότι μπορεί πλέον να ανατρέψει όλες τις εργατικές κατακτήσεις, να επιβάλει κυριαρχικά τους όρους του σε όλα τα πεδία, να εντείνει στο έπακρο την εκμετάλλευση, να διαμορφώσει ένα συνολικά διαφορετικό τοπίο και στα μέτρα των συμφερόντων του.
Αν δεν κατανοούμε αυτό, σημαίνει ότι δεν κατανοούμε τίποτα από την ουσία του προβλήματος.
Ως προς το ασφαλιστικό, να επιβάλει ρυθμίσεις που δεν θα απέχουν πάρα πολύ από μια λογική Καιάδα. Ας το διευκρινίσουμε αυτό, μια και ακούγεται υπερβολικό.
Στα μέτρα που προωθούνται και στη φιλολογία που τα συνοδεύει γίνεται αρκετός λόγος για «παράταση του εργάσιμου βίου» ή «ενεργό γήρανση» κ.λπ. κ.λπ. Αν, ωστόσο, παρατηρήσει κανείς την πραγματικότητα, θα δει (και όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά διεθνώς) αθρόες απολύσεις εργαζομένων και «κατά προτίμηση» όσων βρίσκονται γύρω στην ηλικία των πενήντα ετών. Σε μια ηλικία που είναι από δύσκολο έως αδύνατο -και ειδικά στις εργασιακές συνθήκες όπως διαμορφώνονται στους καιρούς μας- να ξαναπροσληφθούν με κανονικό τρόπο και στη δουλειά τους. Ποια «παράταση» και ποιου «εργάσιμου βίου» λοιπόν; Εχουμε εδώ δυο εκ πρώτης όψεως αντιφατικές κατευθύνσεις, οι οποίες ωστόσο έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Ας τις δούμε.
Το κεφάλαιο δεν θέλει «γέρους» και μάλιστα υψηλόμισθους (με τα τρέχοντα κριτήρια) στη δούλεψή του. Θέλει να απομυζήσει και να εκμεταλλευτεί όλη την ικμάδα της εργατικής τάξης. Θέλει και θεωρεί πως σήμερα μπορεί να το επιβάλει αυτό, να χρησιμοποιήσει αποκλειστικά το πιο ακμαίο ηλικιακά, αποδοτικά και ταυτόχρονα φτηνό τμήμα της εργατικής τάξης. Αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση υπηρετούν οι ρυθμίσεις που προωθούνται στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων.
Ως προς το συνταξιοδοτικό, η κύρια στόχευση αφορά τη μέγιστη δυνατή παράταση του ηλικιακού ορίου έναρξης της συνταξιοδότησης. Ή, αλλιώς, τη ρύθμισή του με βάση τη λογική Βίσμαρκ. (Ναι, αυτόν που -υποτίθεται- «θεμελίωσε» την κοινωνική ασφάλιση). Δεν ξέρουμε αν πρόκειται για πραγματικό ιστορικό γεγονός ή απλώς για ιστορικό ανέκδοτο, εκείνο που είναι βέβαιο είναι πως αποτυπώνει με ακρίβεια τη λογική του κεφαλαίου και των εκπροσώπων. Λέγεται, λοιπόν, πως όταν ο Βίσμαρκ υιοθέτησε τη σύνταξη στα 65, οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου ανησύχησαν και διαμαρτυρήθηκαν. Ο Βίσμαρκ τους αποστόμωσε με ένα πολύ απλό επιχείρημα. Με βάση το τότε προσδόκιμο ζωής των εργαζόμενων (που έφτανε-δεν έφτανε τα 50), ελάχιστοι θα έφταναν στα 65 και ακόμα λιγότεροι θα τα ξεπερνούσαν για λίγα χρόνια. Ετσι, λοιπόν, το σύστημα, με ένα ελάχιστο κόστος, αποκτούσε μια «κοινωνική» βιτρίνα και κυρίως εκτόνωνε την πίεση μιας εργατικής τάξης που συγκροτούνταν και μάχονταν για τα δικαιώματά της. Σήμερα το προσδόκιμο ζωής έχει ανέβει και το κεφάλαιο θέλει να φέρει το όριο συνταξιοδότησης όσο πιο κοντά γίνεται σ” εκείνο το επίπεδο όπου θα υπάρχουν εν ζωή όσο γίνεται λιγότερα άτομα που θα δικαιούνται σύνταξη.
Ο κοινός παρονομαστής σε όλα αυτά: Η ένταση της εκμετάλλευσης, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, της εργατικής τάξης, η απομύζηση, παρακράτηση όσο γίνεται περισσότερης υπεραξίας. Από την άλλη, απαλλαγή του κεφαλαίου, η όσο γίνεται μεγαλύτερη μείωση -έως και σε επίπεδα εκμηδενισμού- της υποχρέωσης «ανταπόδοσης» (σε περίθαλψη-συντάξεις) της προσφοράς του κόσμου της δουλειάς. Συνολικά, η μεγιστοποίηση των κερδών, των ορίων συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Μια, όχι τυχαία, σύγχυση
Τόσο στο τωρινό όσο και στο προηγούμενο κείμενο τονίσαμε πως αυτό που κατ” έτος κατανέμεται, διανέμεται, είναι κατά βάση το εισόδημα του ενεστώτος έτους. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που τη γνωρίζουν πάρα πολύ καλά οι παράγοντες του συστήματος, αλλά που τη χειρίζονται κατά το δοκούν, εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση που οι ίδιοι σπέρνουν αλλά και κάποιοι άλλοι παράγουν.
Οταν, λ.χ., μιλάνε για την «αναλογιστική κρίση» και τους νυν εργαζόμενους που «πληρώνουν» τους συνταξιούχους, έμμεσα αναγνωρίζουν αυτή την πραγματικότητα, μόνο που το κάνουν για να διαιρέσουν τον κόσμο της δουλειάς και να αποπροσανατολίσουν σε σχέση με το ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα.
Οταν, από την άλλη, αναφέρονται στην «κρίση» του ασφαλιστικού συστήματος και την «κατάρρευση των ταμείων», έχουν και πάλι τον ίδιο στόχο, αλλά από μια άλλη κατεύθυνση. Να συγκαλύψουν ότι το πραγματικό πρόβλημα αφορά τους όρους διανομής του εθνικού εισοδήματος. Οτι αποτελεί ζήτημα πάλης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργατική τάξη για το μερίδιο που θα αποδοθεί στον κόσμο της δουλειάς σε σχέση με αυτό που θα παρακρατήσει και οικειοποιηθεί το κεφάλαιο. Ακριβώς γιατί ο κάθε οικονομικός (κοινωνικός) σχηματισμός δεν μπορεί να διανείμει παρά μόνον ό,τι διαθέτει. Και διαθέτει ό,τι παράγει. Από αυτό αναλώνει, αποσβήνει, επενδύει. Είναι άλλο ζήτημα τα κριτήρια αυτής της διανομής. Από γενική άποψη θα μπορούσαμε να πούμε ότι δυο είναι οι βασικοί παράγοντες που προσδιορίζουν τους όρους αυτής της διανομής. Πρώτον, οι ανάγκες των εργαζομένων. Δεύτερον, το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης. Μόνο που ως προς αυτά δεν υπάρχουν κάποια «αντικειμενικά» κριτήρια προσδιορισμού τους. Η κάθε πλευρά τα ορίζει με τα δικά της ταξικά κριτήρια, με τα κριτήρια των συμφερόντων και των αναγκών της. Και το τελικό «κριτήριο» και αυτό που εντέλει «αποφασίζει» είναι ο συσχετισμός που διαμορφώνεται στο πεδίο της ταξικής πάλης. Αυτό ακριβώς προσπαθιέται να συγκαλυφθεί και όχι για «άγνωστους» λόγους.
Από ποιον και τι διεκδικούμε
Η σύγκρουση στο πεδίο του ασφαλιστικού είναι ολοκάθαρα ανάμεσα στο κεφάλαιο και τον κόσμο της δουλειάς. Αυτή είναι η ουσία του πράγματος. Η μορφή ωστόσο και οι όροι διεκδίκησης και πάλης επηρεάζονται-καθορίζονται από μια σειρά συγκεκριμένους παράγοντες.
Από ποιον διεκδικούμε: Προφανώς από το κεφάλαιο, από την αστική τάξη. Μόνο που δεν διεκδικούμε από τον τάδε ή δείνα κεφαλαιοκράτη (που κάλυψε ή δεν κάλυψε ή ισχυρίζεται ότι κάλυψε τις εισφορές του), αλλά από το κεφάλαιο παρμένο ως σύνολο. Δηλαδή το κράτος. Πρώτον, σαν το συλλογικό εκφραστή του κεφαλαίου. Δεύτερον, σαν όργανο εξουσίας που έχει την κυριαρχική ευθύνη ρύθμισης, διαχείρισης. Σ” αυτή τη βάση οι απόψεις να «πληρώσουν οι κεφαλαιοκράτες», να «φορολογηθεί το κεφάλαιο», να επιβληθεί ο φόρος Τόμπιν -συγνώμη, αυτό είναι από αλλού- δεν έχουν κανένα νόημα και είναι μάλλον αποπροσανατολιστικές. Δηλαδή, τη θέση «να φορολογηθεί» το κεφάλαιο, αν υποθέσουμε ότι γίνεται αποδεκτή, ποιος θα την υλοποιήσει, αν όχι το κράτος; Ή μήπως θα πάνε τίποτα επιτροπές πρωτοβουλίας να εισπράξουν τους φόρους;
Τι διεκδικούμε: Διεκδικούμε μόνον αυτό που «αναγνωρίζει» το σύστημα ότι δικαιούνται οι εργαζόμενοι, ό,τι πιστοποιείται νομικά και με διάφορους τρόπους ή ό,τι πραγματικά δικαιούνται; Και ως προς το τι πραγματικά δικαιούνται οι εργαζόμενοι και σε ποια βάση, έχουμε κιόλας αναφερθεί. Οταν λοιπόν περιορίζεται το ζήτημα στην «επιστροφή των κλεμμένων», στην πραγματικότητα υποβαθμίζεται, περιορίζεται το πεδίο διεκδίκησης. Ακόμη περισσότερο, ενισχύεται εκείνη η τάση που θέλει να εμφανίσει το ασφαλιστικό σαν πρόβλημα διαχείρισης και όχι ταξικής πάλης.
Με ποιον τρόπο και σε ποια βάση προωθούμε τις διεκδικήσεις μας. Σαν πρόβλημα διαχείρισης και λογιστικών υπολογισμών μήπως; Μπαίνοντας, στην ουσία, σ” έναν «διάλογο» στο γήπεδο και με τους όρους του συστήματος; Και, σ” αυτό το πεδίο, ποιος θα αποφασίσει, μια και το αναμφισβήτητο γεγονός είναι πως υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις για τους όρους του προβλήματος; Ο Αρειος Πάγος ή το τμήμα επίλυσης οικονομικών διαφορών του Συμβουλίου της Επικρατείας; Γιατί είναι ένα ζήτημα η αξιοποίηση των αποκαλύψεων και ένα άλλο η μετάθεση του ζητήματος από το μόνο πεδίο στο οποίο μπορούν να ισχυροποιηθούν και να έχουν προοπτική αποτελεσματικότητας οι εργατικές διεκδικήσεις. Το πεδίο της ταξικής πάλης.
Σημείωση: Είναι προφανές πως ούτε το ζήτημα του ασφαλιστικού «κλείνει» με αυτά που αναφέραμε ούτε εμείς τελειώσαμε μ” αυτό. Υπάρχουν πολλά ακόμη ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν και ένας αγώνας αποφασιστικής σημασίας μπροστά μας. Σ” αυτόν τον αγώνα στρατευόμαστε και, όσον αφορά τις απόψεις πάνω στο θέμα, θα επανέλθουμε στο επόμενο φύλλο.

φ.585, 17/11/07

η συνέχεια εδώ:  Ασφαλιστικό: Πρόβλημα διαχείρισης ή ζήτημα ταξικής πάλης;