Αντίσταση στα Γιάννενα


Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Σχετικά με το εγχείρημα «KILL TINA»: Το νέο δεν οικοδομείται με τα παλιά υλικά!

Η συλλογικότητα «KILL TINA», προσφάτως συγκροτηθείσα, μετά τα γεγονότα του καλοκαιριού, από μέλη της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ, που αποχώρησαν, προχώρησε το διήμερο 19-20/12 στη διεξαγωγή ιδρυτικής συνδιάσκεψης. Ενόψει αυτής της διαδικασίας, δημοσίευσε ένα εισηγητικό πολιτικό κείμενο (εδώ), όπου κατατίθενται οι βασικοί άξονες ανάλυσης και προβληματισμού της. Όσον αφορά το στόχο, που θέτει για τον εαυτό της, από την αρχή του κειμένου διευκρινίζει: «Δεν επιλέγουμε τον εύκολο δρόμο των κυβερνητικών βεβαιοτήτων, αλλά αντιθέτως χαράζουμε μια δύσκολη πορεία για τη νεολαία, που θέλει και μπορεί να είναι ενάντια σε λογικές διαχείρισης. Συνεχίζουμε να παλεύουμε για μια ριζοσπαστική αριστερή νεολαία, αναπτυσσόμενη μέσα από τις κινηματικές της δράσεις, την αντικαπιταλιστική και διεθνιστική της στρατηγική, τη ριζοσπαστική της φυσιογνωμία, κουλτούρα και ιδέες, μέσα από τη μήτρα των αξιών και των οραμάτων της Αριστεράς».

Τα ζητήματα, που θέτει το κείμενο προς συζήτηση, όπως το ίδιο τα ορίζει, αφορούν: α) τον απολογισμό της προηγούμενης περιόδου, β) την ανάλυση της τρέχουσας συγκυρίας και γ) τη δράση προς όφελος μιας «νέας Αριστεράς». Πριν πούμε το οτιδήποτε και χωρίς καμία πρόθεση να προκαταλάβουμε αυτόν, που μας διαβάζει, μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι το κείμενο δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί σε κανένα από αυτά τα επίπεδα. Αντιθέτως, αυτό που αναδεικνύεται, είναι το γεγονός, ότι υπάρχει ακόμα μια ισχυρή σχέση της εν λόγω ομάδας με τη «μήτρα», που τη γέννησε. Και αυτό γιατί τα μέλη της παραμένουν δέσμια ενός σώματος αντιλήψεων και πρακτικών, που χαρακτήρισαν όλη την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι και τη μετατροπή του σε βασικό φορέα της επίθεσης κεφαλαίου και ιμπεριαλισμού. Παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις έχουν υπάρξει (οτιδήποτε άλλο θα ήταν ασύμβατο, άλλωστε, με την παραμονή τους στο κίνημα), νομίζουμε, ότι η κατεύθυνση του προβληματισμού τους όχι μόνο δεν κομίζει τίποτε το «νέο», αλλά αναπαράγει τα ίδια αδιέξοδα και αυταπάτες.
Με την επίγνωση ότι δεν μας φτάνει ο χώρος για μια πιο διεξοδική κριτική, θα επιχειρήσουμε να τοποθετηθούμε πάνω σε ορισμένες πλευρές που τις θεωρούμε ουσιαστικές.

Απών ο απολογισμός, απούσα η αυτοκριτική
Στο μέρος του κειμένου, που τιτλοφορείται «από το θερμό Γενάρη στον ψυχρό Σεπτέμβρη», αυτό που γίνεται εμφανές είναι ότι απουσιάζει και η παραμικρή προσπάθεια ουσιαστικής ανάγνωσης και ερμηνείας των γεγονότων των τελευταίων χρόνων. Ακόμα χειρότερα, η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ το «θερμό Γενάρη» χρωματίζεται με τα ζωηρότερα χρώματα για τις «ελπίδες που γέννησε» και για τις δυνατότητες «επιθετικών μετασχηματιστικών τομών», που εμπεριείχε. Σε όλη την έκταση του κειμένου, μάλιστα, υπενθυμίζεται σε διάφορα σημεία, ότι δεν ήταν «νομοτελειακή» η κατάληξή του και πως θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί η κατάσταση διαφορετικά, παρόλο που εσώκλειε και την προοπτική της «ενσωμάτωσης».
Αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε, πρώτα απ’ όλα, είναι, ότι διαβάζοντας τα κομμάτια του κειμένου, που αναφέρονται στα χρόνια που προηγήθηκαν, αποκομίζει κανείς την εντύπωση, πως η πενταετία ’10-’15 είχε πάνω-κάτω ενιαία χαρακτηριστικά. Τι κι αν μιλάμε για τις απεργίες και τις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις, τις πλατείες, την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην αξιωματική αντιπολίτευση, τις απανωτές δεξιές του μετατοπίσεις, μέχρι και την ανάληψη της κυβερνητικής διαχείρισης το Γενάρη, όλα λίγο πολύ μπορούν να μπουν στο ίδιο τσουβάλι των «5 ετών μνημονίων και αγώνων».
Δεν είναι, όμως έτσι. Τους διέφυγε, ότι η εκλογική εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ το 2012 σηματοδότησε ταυτόχρονα και την έναρξη μιας περιόδου κινηματικής κάμψης, που διαρκεί κατά μία έννοια μέχρι και σήμερα. Ότι η δράση του ΣΥΡΙΖΑ στα κινήματα της προηγούμενης περιόδου ήταν στην κατεύθυνση της εκτόνωσης και της εξαργύρωσής τους στο κοινοβουλευτικό πεδίο. Ήταν ακριβώς οι λογικές που πρόβαλλε μέσα σε αυτά, της «εύκολης» λύσης, του κυβερνητισμού, της ανάθεσης, που καθόρισαν τελικά την έκβασή τους, με τη συνδρομή, προφανώς, αντιλήψεων και πρακτικών, που εκπορεύονταν και από άλλες δυνάμεις της Αριστεράς. Στο σημείο, επομένως, που αναφέρουν κάτι για τις «σχέσεις εκπροσώπησης» του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες στις εκλογές του Σεπτέμβρη καθορίστηκαν από «την οπτική του μικρότερου κακού» σε αντίθεση, υποτίθεται, με αυτό που ίσχυσε ένα προηγούμενο διάστημα, κάνουν μια λαθροχειρία ολκής, όταν δεν τολμούν να εκθέσουν καν το γεγονός, ότι μετά από μια διαδρομή διαρκούς κατάθεσης διαπιστευτηρίων στο σύστημα, διαβεβαιώσεων για την παραμονή σε ΕΕ και ΝΑΤΟ, για τη «συνέχεια του κράτους», φτάνουμε το Γενάρη με τις λαϊκές προσδοκίες τόσο ισοπεδωμένες, που αν δεν καθορίστηκαν από «το μικρότερο κακό», σίγουρα χαρακτηρίζονταν από το «ένα στα πέντε να κάνει και καλά θα είμαστε».
Αυτά ήταν, που καθόρισαν και την εξέλιξη του πράγματος και δεν νομίζουμε να μας κατηγορήσουν για «σκληρούς ντετερμινιστές», άμα πούμε ευθαρσώς, ότι η κατάληξή του ήταν νομοτελειακή. Γιατί καμία άλλη διέξοδο πέρα από τη χείριστη αναπαραγωγή του υπάρχοντος δεν μπορούν να δώσουν ο αριστερός κυβερνητισμός, ο ευρωπαϊσμός, η υποταγή στον ιμπεριαλισμό και στο σύστημα, καθώς και η απόσυρση των μαζών σε ρόλο «παρατηρητή» ή «συμπληρώματος» και «διορθωτή».
Από πολύ νωρίς, πάντως, το κείμενο κάνει ένα μεγαλοπρεπές άλμα και πάει από την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στο «κομβικής σημασίας» δημοψήφισμα του Ιουλίου. Εδώ η αρλουμπολογία και οι αντιφάσεις δίνουν και παίρνουν. Δεν τους αδικούμε, όμως, γιατί είναι εμφανή τα σημάδια επηρεασμού από το πώς αναλύουν το γεγονός και άλλες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής. Που μπερδεύτηκαν τόσο πολύ από την απόπειρα των μηχανισμών της ΕΕ και της άρχουσας τάξης να επαναφέρουν τα χρεοκοπημένα αστικά πολιτικά κόμματα ξανά στο παιχνίδι και την ανελέητη προπαγάνδα και τρομοκρατία που τη συνόδευσε, που πίστεψαν ότι βρίσκονται στα χαρακώματα, χαρίζοντας κόσμο στο πολιτικό σχέδιο του υπό διαμόρφωση νέου φορέα της επίθεσης. Αναφέρουν, λοιπόν, ότι το «62% δεν ήταν συγκροτημένο και συνειδητό κοινωνικό μπλοκ» και πετάνε στο καπάκι και ένα «οιονεί επαναστατικό συμβάν» για το δημοψήφισμα. Τελικά, μάλλον, τα επαναστατικά συμβάντα γίνονται από ανύπαρκτα και ασυγκρότητα μπλοκ. Το ζήτημα ουσίας, πάντως, παραμένει: είτε κάποιος είχε τεράστιο μέγεθος αυταπατών για το ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ και το «ΟΧΙ» του, είτε το ψυχανεμιζόταν και καταδίκασε τον κόσμο, που με όσα είχε ως πολιτικά κεκτημένα, ξεπέρασε τους εκβιασμούς και ψήφισε «ΟΧΙ», να το δει να μετατρέπεται σε «ΝΑΙ». Νομίζουμε, ότι είναι αυτονόητο το τι ισχύει στην περίπτωσή τους.

Τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα
Στις όποιες απόπειρες του κειμένου να αναλύσει τη διεθνή και εσωτερική κατάσταση, ξεπετάγονται ευθύς μια σειρά από αντιφάσεις, καθώς και τα σχήματα ανάλυσης, με τα οποία η κυρίαρχη αριστερά συνηθίζει να δραπετεύει από την πραγματικότητα. Έμφαση δίνεται στις εξελίξεις στην ΕΕ, στην «κρίση χρέους», στις «ολοκληρώσεις» κ.α. Η αναφορά στον ιμπεριαλισμό περιορίζεται στις εξελίξεις και τους ανταγωνισμούς στο Συριακό, ιδωμένη από μια αποκλειστικά αντιπολεμική σκοπιά (και αυτή ελλειμματική).
Θα περιοριστούμε στο να σχολιάσουμε το εξής: από τη μία, εκτιμήσεις για τον δομικά αντιδραστικό ρόλο της ΕΕ, από την άλλη υπόνοιες, ότι η κατεύθυνση της εξόδου από αυτή μπορεί να παραπέμπει και σε εθνικισμό και εν τέλει μια σύγχυση για το τι αυτό απαιτεί. Το γεγονός, μάλλον, ότι λείπει παντελώς έστω και μια μικρούλα αναφορά στο ΝΑΤΟ και το ρόλο του στη χώρα, πόσο μάλλον ο στρατηγικός στόχος της εξόδου από αυτό, συνιστά επίδειξη «διεθνισμού».
Σε σχέση με αυτά, θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα, που αν και δεν χαρακτηρίζει σώνει και καλά όλη τους την ανάλυση, νομίζουμε ότι ως έσχατη συνέπειά της μπορεί να μας δώσει μια ιδέα: «(…) προσπάθεια της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, υπό την ηγεμονία της Γαλλίας του Ολάντ, να αναπτυχθεί ως ο έτερος πόλος ενάντια στην γερμανική χριστιανοδημοκρατία (…) Το στοιχείο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και θετικό, αν και εφόσον μπορούσε να αναπτυχθεί ως αντίβαρο στα ακροδεξιά κόμματα». Στη συνέχεια, όμως, πάνω που είχαμε χαρεί, μας γειώνει με την εκτίμηση ότι η σοσιαλδημοκρατία έχει πάρει τον «νεοφιλελεύθερο» δρόμο. Σας θυμίζει κάτι; Ολαντρέου; Όλα τα κουσούρια του ΣΥΡΙΖΑ καλά κρατούν, είτε για τις αντιθέσεις εντός της ΕΕ (όχι ιμπεριαλιστικές προς θεού!), για τη «νεοφιλελεύθερη ηγεμονία», για το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας κ.λπ.

Και η Αριστερά παραμένει «παλιά»
Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι είναι τουλάχιστον αλαζονικό να αυτοπαρουσιάζεται κάποιος ως ο φορέας του «νέου», με περισσή ευκολία, λες και προέρχεται από παρθενογένεση. Χωρίς να αποτολμά να προχωρήσει σε μια ολόπλευρη και σε βάθος αυτοκριτική για τις δικές του ευθύνες.
Έχουμε συναίσθηση, όμως, ότι κάποιες αγωνίες είναι και πραγματικές. Όσον αφορά αυτό, λοιπόν, θα πούμε μόνο, πως τα ζητήματα που θέτει στο τέλος το κείμενο για το «αν η ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας μπορεί να γίνει εργαλείο κοινωνικού μετασχηματισμού», οι αναφορές για τα «Κοινωνικά Φόρουμ», για την «αυτοδιαχείριση», για τον «έλεγχο του κράτους» (του αστικού), και όλη η μετωπολογία και παναριστερολογία, που βαφτίζεται ανασύνθεση σίγουρα δεν έρχονται από το μέλλον. Έλκουν την καταγωγή τους από πολύ παλιά, από όλη αυτήν τη ρεφορμιστική «παλιατζούρα», που όσο το γρηγορότερο μπει στο χρονοντούλαπο, τόσο το καλύτερο για τις διεξόδους, που πρέπει και μπορούν να αναζητήσουν ο λαός και η νεολαία μέσα από την πάλη τους.
Τα TINA (There is no Alternative) θα πάψουν να υπάρχουν, όταν και η Αριστερά πάψει να αναζητεί τις «ρήξεις» και τους «μετασχηματισμούς» εντός του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Αλλιώς και οι όποιες «εναλλακτικές», πάντα στον ίδιο καπιταλιστικό μονόδρομο θα εγκλωβίζονται…

Αντώνης Αποστολάκης - Προλεταριακή Σημαία