Αντίσταση στα Γιάννενα


Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Ο διάλογος για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Στο πλαίσιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εδώ και πάνω από δύο χρόνια διεξάγεται ένας διάλογος, μια αντιπαράθεση μεταξύ των οργανώσεων που τη συγκροτούν, για θέματα τακτικής αλλά και στρατηγικής. Ο διάλογος αυτός σε κάποιες περιπτώσεις διαπερνά και τις ίδιες τις οργανώσεις, που οδήγησε ακόμη και στη διάσπασή τους (ΑΡΑΣ), χωρίς όμως να μπαίνει υπό αμφισβήτηση, τουλάχιστον μέχρι τώρα, η ένταξη στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Αφορμή για την ένταση της αντιπαράθεσης ήταν τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογικών διαδικασιών. Αποτελέσματα που δεν άφησαν ικανοποιημένο κανέναν, μια και άλλη μια φορά δεν κατόρθωσαν να πιάσουν τον διακηρυγμένο στόχο να βγάλουν ευρωβουλευτή. Για τους λόγους που θα έπρεπε να πιάσει αυτό τον στόχο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενα κείμενά μας.
Τα ζητήματα που διαπραγματεύονται δεν είναι καινούργια για την Αριστερά. Είναι προαιώνια, υπάρχουν από καταβολής καπιταλισμού και κομμουνιστικού κινήματος. Αφορούν τη στάση που πρέπει να έχουν δυνάμεις που δηλώνουν κομμουνιστικές και επαναστατικές απέναντι στο ενδεχόμενο ύπαρξης αριστερής, προοδευτικής, φιλολαϊκής (ή όπως αλλιώς θέλει κάποιος να τη πει!) κυβέρνησης στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Διανθισμένα φυσικά με το ποιος πρέπει να είναι ο στρατηγικός στόχος και πώς θα φτάσουμε σε αυτόν. Στην προκειμένη περίπτωση η συζήτηση αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ και τη στάση απέναντι σε μια μελλοντική διακυβέρνηση του τόπου από αυτόν.
Οι τάσεις κατά βάση είναι δύο. Το τελευταίο διάστημα έχουν σχηματοποιηθεί με το ΝΑΡ και το ΣΕΚ από τη μια, ως μια πλειοψηφική τάση (σε συνεργατικό σχήμα;) που φαίνεται να αρνείται το ενδεχόμενο στήριξης, έστω και κριτικής, μιας τέτοιας κυβέρνησης, και η άλλη γύρω από τις ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ, όπου φαίνεται να είναι ποιο ανοιχτές σε μια τέτοια περίπτωση.
Ο διαχωρισμός αυτός φάνηκε πιο ξεκάθαρα στην τελευταία συνεδρίαση του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπου κατά πλειοψηφίαν πάρθηκαν κάποιες αποφάσεις που από μεριάς του ΝΑΡ θεωρείται ότι «κινούνται σε θετική κατεύθυνση. Μπορούν να αποτελέσουν οδηγό δράσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το ερχόμενο διάστημα και να οδηγήσουν το μέτωπο μέχρι την 3η Συνδιάσκεψη, που οπωσδήποτε θα συζητηθούν πιο βαθιά και ολοκληρωμένα τα προβλήματα της τακτικής και της στρατηγικής μας αυτήν την περίοδο», θεωρεί θετικό το ότι «η επαναστατική Αριστερά αρνείται τη συμμετοχή, τη στήριξη ή την ανοχή σε κυβερνήσεις στο πλαίσιο της διαχείρισης του καπιταλισμού και της ΕΕ και συνεπώς αρνείται συμμετοχή και κριτική στήριξη στην πολιτική και κυβερνητική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ» και θεωρεί ότι «στο ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης με πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ, η αντικαπιταλιστική Αριστερά θα είναι δύναμη αριστερής εργατικής αντιπολίτευσης». Ενώ από τη μεριά της ΑΡΑΝ, σε δική της απόφαση, η συνεδρίαση χαρακτηρίζεται ως αρνητική με ιδιαίτερα σκληρά λόγια: «αντί να αναμετρηθούμε πραγματικά με τα προβλήματα δημοκρατίας και λειτουργίας, αυτό που προκρίθηκε, κύρια από τους συντρόφους του ΝΑΡ και του ΣΕΚ, ήταν να βγει μια απόφαση:
- που με ρουτινιάρικο τρόπο θεωρεί ότι η γενικολογία περί «αντικαπιταλιστικής ανατροπής» και η απλή επίκληση του κινήματος αποτελούν απάντηση στα ερωτήματα που θέτει η συγκυρία,
- που αδυνατεί να αναμετρηθεί με κομβικά ερωτήματα που θέτει η συγκυρία, όπως είναι αυτό του με ποιους όρους το ερώτημα μιας αριστερής κυβέρνησης με βάση το μεταβατικό πρόγραμμα και τον οργανωμένο λαό μπορεί να είναι τμήμα μιας σύγχρονης επαναστατικής γραμμής, και με αυτό τον τρόπο εκχωρεί πολιτικό χώρο στη δεξιά και διαχειριστική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ,
- που δεν κάνει πραγματική αποτίμηση, ούτε και αυτοκριτική, για το πώς φτάσαμε στην αποτυχία της μετωπικής συμπόρευσης, δηλαδή της βασικής πολιτικής απόφασης που πήρε η Β΄ Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και φυσικά δεν παίρνει πολιτικές πρωτοβουλίες για το πώς έστω και τώρα μπορεί να προχωρήσει, πέραν του να καλεί απλώς τις δυνάμεις της συμπόρευσης να στηρίξουν τα σχήματά μας σε τοπικό επίπεδο και σε κοινωνικούς χώρους,
- που πέραν γενικών αναφορών δεν συζητά τα πραγματικά ελλείμματα συνεννόησης, συντροφικότητας και δημοκρατίας μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Ότι για να βγει αυτή η απόφαση χρειάστηκε να διαμορφωθεί μια στον πυρήνα της ετερόκλητη συμμαχία των συντρόφων του ΝΑΡ και του ΣΕΚ, παρά το πλήθος εκατέρωθεν καταγγελιών στην προεκλογική περίοδο και μετά και παρά τις αποκλίνουσες θέσεις για όλα τα κομβικά ζητήματα, με μόνη κοινή συνισταμένη την απροθυμία στρατηγικού προχωρήματος και την αρνητική αντιμετώπιση της συμπόρευσης, είναι απλώς η ένδειξη του πραγματικού κενού στρατηγικής και προσανατολισμού.»
Σε ανάλογο μήκος κύματος κινείται και η ανακοίνωση της ΑΡΑΣ, η οποία πιο ξεκάθαρα θέτει θέμα ΣΥΡΙΖΑ και της στάσης απέναντί του.
Από εκεί και πέρα υπάρχουν αναφορές στο κίνημα, κυρίως από τη μεριά της πλειοψηφίας στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Συνδετικός κρίκος όλων είναι το λεγόμενο μεταβατικό πρόγραμμα, η δυαδική εξουσία, η ανάγκη να βρεθεί ένα πρόγραμμα τέτοιο που θα συνεγείρει τις μάζες, που θα φέρει την αλλαγή. Ακόμη και στις επεξεργασίες που προέρχονται από το ΝΑΡ, παρά τις προσπάθειες να απαγκιστρωθούν από την κατηγορία του κυβερνητισμού και του κοινοβουλευτισμού, παρά τις προσπάθειες να αναδείξουν το σημαντικό ρόλο του εργατικού λαϊκού κινήματος, όλα ακυρώνονται όταν υπάρχει η επιμονή στη λογική τού «κάτω η κυβέρνηση», με αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, και η συζήτηση πάει όχι στο αν θα πρέπει να βάλει ή να μη βάλει στόχο κυβερνητικής αλλαγής το κίνημα, αλλά για το τι είδους κυβέρνηση θέλουμε. Διαχειριστική, καλύτερη και πιο ευάλωτη στο κίνημα, που μπορεί να της δείξουμε και κάποια ανοχή, ή επαναστατική, που θα ανοίξει τον δρόμο για την εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος και της ανατροπής του συστήματος; Κάτι που στη συγκυρία μεταφράζεται στο ποια θα είναι η στάση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και την όποια κυβέρνησή του.
Ενώ θα έπρεπε η ανασυγκρότηση του λαϊκού κινήματος, ώστε να παίξει τον ρόλο πραγματικών αντιστάσεων, διεκδικήσεων και ανατροπών προς όφελος του λαού, να αποτελεί την κύρια συζήτηση, τον κύριο λόγο των αντιπαραθέσεων, μένει σε δεύτερη μοίρα άλλη μια φορά. Σε συμπληρωματικό, θα λέγαμε, ενός λιγότερο ή περισσότερο ξεκάθαρου κοινοβουλευτισμού.
Οι συζητήσεις δεν μπορεί να αφήσουν αδιάφορο κανέναν στην Αριστερά, δεν αφορούν μόνο την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μια και η επίλυση τέτοιων ζητημάτων παίζει και θα παίξει σημαντικό ρόλο για την κατεύθυνση που θα πάρει το εργατικό λαϊκό κίνημα, για το πώς παρεμβαίνουν σε αυτό οι δυνάμεις της Αριστεράς. Δυνάμεις που στην πλειονότητά τους δυστυχώς παίζουν αρνητικό ρόλο στην αναγκαία ανασυγκρότηση του λαϊκού κινήματος, που με τη στάση τους σπέρνουν την απογοήτευση και αφήνουν χώρο σε άλλες δυνάμεις, φασιστικές, να παίζουν το ρόλο του αντισυστημικού! Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αυτές οι συζητήσεις διαπέρασαν και το ΚΚΕ, πρόσφατα με το τελευταίο του συνέδριο, που οδήγησε μέλη και στελέχη του στη δημιουργία της «ΚΚ Εργατικός Αγώνας», η οποία επίσης συμμετέχει στις συζητήσεις περί συμπόρευσης με δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Δεν μας αφήνουν λοιπόν αδιάφορους ούτε και εμάς. Η παρέμβασή μας δεν έχει να κάνει με παρεμβάσεις στα εσωτερικά οργανώσεων ή άλλων συνεργατικών σχημάτων, αλλά με τον στόχο οι συζητήσεις και οι αντιπαραθέσεις στα πλαίσια της Αριστεράς να πάρουν την κατεύθυνση της ουσιαστικής εξυπηρέτησης της ανάγκης ενός αγωνιστικού δυναμικού που υπάρχει σε όλα το κόμματα, τις οργανώσεις και τα σχήματα της Αριστεράς να ξεπεράσει τις ρεφορμιστικές λογικές που κυριάρχησαν εδώ και δεκαετίες και μας οδήγησαν στην ήττα. Έχει να κάνει πρωτ’ απ’ όλα με την ανάγκη ο λαός που συνθλίβεται από τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές να μπορέσει να εκφράσει τη διάθεσή του να ξεμπερδεύει με αυτές, να βγει η οργή του στους δρόμους για να αντισταθεί σε αυτά που του επιβάλλουν και για να διεκδικήσει αυτά που δικαιούται, να ανατρέψει πολιτικές και, αν του προκύψει ως αποτέλεσμα της πάλης του, και ανατροπή κυβέρνησης, να έχει τη δυνατότητα να το εκμεταλλευτεί προς όφελός του, πηγαίνοντάς το ακόμη παραπέρα, στην ανατροπή του συστήματος της εκμετάλλευσης και της εξάρτησης. Και εδώ η Λαϊκή Αντίσταση ξεπερνώντας τις δικές της αδυναμίες μπορεί και πρέπει να παίξει σημαντικό ρόλο.
Όσο η επίθεση του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού εντείνεται ενάντια σε ό,τι είχε κατακτηθεί τον προηγούμενο αιώνα, ενάντια στη ζωή των λαών και της εργατικής τάξης όλου του κόσμου και εγχώρια, η Αριστερά, ιδιαίτερα αυτή που αυτοπροσδιορίζεται ως εργατική, κομμουνιστική και επαναστατική, θα πιέζεται να πάρει και αυτή ξεκάθαρες θέσεις για το πώς βλέπει την αντίσταση του λαού και της εργατικής τάξης, για το ποιες θα πρέπει να είναι οι διεκδικήσεις τους, για το πώς θα ανατρέψει αυτές τις πολιτικές αφανισμού και στο τέλος το ίδιο το σύστημα. Οι επιλογές εδώ δεν είναι και πολλές. Στην εποχή του «ποιος - ποιον» δεν χωράνε μεσοβέζικες καταστάσεις.

Προλεταριακή Σημαία 739